Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα LitHub. Η Eileen Truax είναι δημοσιογράφος και μετανάστρια με καταγωγή από το Μεξικό. Το κείμενο είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο We Built the Wall (Verso Books, 2018). Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

 

Το Κέντρο κράτησης Ιλόι (Eloy Detention Center) περιτριγυρίζεται από τρεις σειρές ηλεκτροφόρων φραχτών με αγκαθωτό συρματόπλεγμα στη κορυφή. Ένας χωματόδρομος οδηγεί σε ένα χώρο στάθμευσης σε κάποια απόσταση από την είσοδο. Όταν βγαίνω από το αυτοκίνητο, περπατάω στο πάρκινγκ που είναι καλυμμένο με χαλίκια, αισθανόμενη ιδιαίτερα ευάλωτη δίχως τα αντικείμενα που συνήθως κουβαλάω μαζί μου. Κανένας δε μπορεί να μπει στο Κέντρο Κράτησης με τσάντα, κινητό, κλειδιά, μετρητά ή σκούρα γυαλιά ηλίου, ούτε φορώντας ζώνη, κάποιο κόσμημα, ή παλτό, ή μπλούζα με μεγάλο άνοιγμα. Δεν μπορώ να αναφερθώ στο Κέντρο Κράτησης ως φυλακή, κρατητήριο, σωφρονιστικό κατάστημα ή ποινική δομή: οι άνθρωποι που κρατούνται εδώ δεν έχουν δικαστεί ή καταδικαστεί, έτσι, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορούν να κρατούνται σε συνθήκες παρόμοιες με φυλακή.

Η αίθουσα αναμονής είναι ένα ακανόνιστο πολύγωνο, δίχως καρέκλες, τραπέζια, διακοσμητικά ή οποιουδήποτε τύπου άνεση. Ο χώρος μπορεί να χωρέσει ως 30 άτομα. Ένας άνδρας μοιράζει νούμερα σε κάθε επισκέπτη. Οι ώρες επισκεπτηρίου ξεκινούν στις 8:00 το πρωί. Είναι 8:40, και είμαι ο αριθμός 52.

Ο αριθμός των παιδιών στην αίθουσα μου προκαλεί έκπληξη. Είναι ντυμένα σαν να πηγαίνουν σε γιορτή – καρό πουκάμισα και καλά παντελόνια, φορέματα, μαλλιά προσεχτικά χτενισμένα, κοτσίδες και μπούκλες. Τα παιδιά προσπαθούν να παίξουν, σε ένα χώρο που δεν υπάρχει θέση για παιχνίδι. Μιλάνε μεταξύ τους στα αγγλικά, αλλά οι ενήλικες που τα συνοδεύουν μιλάνε στα ισπανικά.

Ένας άνδρας με πλησιάζει και ζητά τη βοήθεια μου να συμπληρώσει τη φόρμα. Σε ένα σημείο έχει την ένδειξη «Όνομα Κρατουμένου», γράφει το όνομα του αδερφού του. Εκεί που λέει «Όνομα Επισκέπτη», γράφει το δικό του. Στο κουτάκι που λέει «Όνομα Ανήλικου Επισκέπτη», γράφει το ίδιο όνομα με του κρατούμενου.

«Είναι ο ανιψιός μου, ο γιός του αδερφού μου. Είναι τεσσάρων. Ήρθε να επισκεφτεί το μπαμπά του. Έχουν το ίδιο όνομα».

Τα λεπτά περνούν, και δε φωνάζουν καινούρια νούμερα. Μιας και είμαστε όλοι μας κολλημένοι στο ίδιο δωμάτιο, αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας για να περάσει η ώρα. Η Janet, που αριθμός της είναι το 59, ήρθε πριν λίγες ώρες πριν από το Ντάλας, μαζί με την 13χρονη κόρη της. Μια μέρα πριν δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα. Η μητέρα της Janett που είχε περάσει τα σύνορα δίχως χαρτιά από τη Τιχουάνα, είχε συλληφθεί και μεταφερθεί στο Ιλόι. Η Janett δε μιλά αγγλικά. Με βάση το νόμο υποτίθεται πως της παρέχουν διερμηνέα, αλλά δε τολμά να ζητήσει έναν. Έφερε τη κόρη της μαζί της για να μεταφράζει και να χρησιμοποιεί ένα υπολογιστή. Επειδή την ενημέρωσαν πως έπρεπε να βρει δικηγόρο σύντομα. Ο Juan Carlos, που έφυγε από το Σαν Ντιέγκο στις τρεις το πρωί για να φτάσει στο Ιλόι, ήρθε για να δει την ανιψιά του.

«Την φέραμε για να μπορέσει να δει τη μητέρα της», λέει, δείχνοντας με το βλέμμα του προς τα κάτω. Κοιτάω κάτω και βλέπω ένα κοριτσάκι με κατάμαυρα μαλλιά να φοράει ένα μπλε και λευκό φόρεμα, να μου χαμογελάει. Είναι εφτά ετών. «Είναι η κόρη της ανιψιάς μου».

Μου εξηγεί πως η ανιψιά του είναι υπό κράτηση εδώ και πέντε μήνες. Κάθε χρόνο η Corrections Corporation of America (CCA) λαμβάνει 1.7 δισεκατομμύρια δολάρια σε συμβόλαια για την διεύθυνση φυλακών και κέντρων κράτησης. Παρόλα αυτά, στο Ιλόι, σε χρεώνουν για τα πάντα. Δεν επιτρέπεται να μπεις στο χώρο του επισκεπτηρίου με χρήματα, αλλά υπάρχουν αυτόματοι πωλητές. Στην είσοδο , ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει μια κάρτα που κοστίζει πέντε δολάρια. Αυτά είναι για την ίδια την κάρτα, δεν υπάρχει πίστωση. Για να την χρησιμοποιήσεις για αγορές πρέπει να πληρώσεις επιπλέον. Ο Juan Carlos μου ζήτησε βοήθεια για να πάρει μια. Την προηγούμενη μέρα η ανιψιά του του ζήτησε να φέρει χρήματα μαζί του ώστε να της αγοράσει ένα μπουρίτο από ένα αυτόματο πωλητή.

«Μπορείς να φανταστείς τι τρώνε εδώ μέσα, που να σε κάνει να θέλεις ένα από αυτά τα αηδιαστικά μπουρίτο;» ρωτάει ρητορικά.

Τρεις ώρες αργότερα, αφού περάσαμε από ένα ανιχνευτή μετάλλων, οι επισκέπτες συνοδεύονται σε ένα άλλο χώρο αναμονής. Εκεί ένας υπάλληλος φωνάζει τα ονόματα των κρατούμενων, και έπειτα, μέσα από ακόμη πόρτες (έξι συνολικά από την είσοδο στο κτίριο), φτάνεις στο χώρο του επισκεπτηρίου.

Κοιτώντας γύρω στο μακρόστενο δωμάτιο, εντοπίζω το Yamil να κάθετε προς το πίσω μέρος. Η χακί του στολή τον κάνει να μοιάζει ακόμα πιο αδύνατος, τα μαλλιά του είναι κοντοκουρεμένα και τονίζουν τα φωτεινά του μάτια, σαν δυο μαύρα κεράσια. Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ, αλλά όταν το βλέμμα του πέφτει πάνω μου αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Στο δωμάτιο αυτό με, τα παιδιά να κρέμονται από τους λαιμούς των πατεράδων τους, μια νεαρή γυναίκα να κάθεται κοντά στο φίλο της, και τρεις νεαρούς άνδρες να φιλάνε ο ένας μετά τον άλλο στο μάγουλο τον μικρό τους ξάδερφο, άνθρωποι που χαιρετιούνται μόνο με τα μάτια είναι η εξαίρεση. Ο Yamil σηκώθηκε και μου χαμογελάει, και καθόμαστε και ετοιμαζόμαστε να μιλήσουμε. Μια γυναίκα με στολή παραδίδει το αυστηρό τελεσίγραφο: 50 λεπτά.

Ο Yamil μου λέει να κάτσω σε ένα από τα τραπέζια. Με προειδοποιεί πως δε μπορούμε να κάτσουμε στην ίδια πλευρά του τραπεζιού, πρέπει να καθόμαστε απέναντι ο ένας από τον άλλο. Μόνο ανήλικοι κάτω των 18 επιτρέπεται να κάθονται κοντά στον κρατούμενο. Μόλις που έχουμε κάτσει όταν, όταν με μια αστραπιαία κίνηση σαν να ήταν βγαλμένη από ταινία, ο Yamil βγάζει ένα μικρό αντικείμενο  από τη τσέπη του και το βάζει στο τραπέζι. Το βλέμμα του μου λέει να το πάρω , γρήγορα. Έτσι το αρπάζω εξίσου γρήγορα, και κοιτάζω στο χέρι μου. Είναι ένα κόκκινο και λευκό δαχτυλίδι φτιαγμένο από περιτυλίγματα μπισκότων και άδειες σακούλες από τσιπς των αυτόματων πωλητών . είναι φτιαγμένο σε ένα μοτίβο που ενωμένα γράμματα σχηματίζουν το όνομά μου. Μου εξηγεί πως στο Ιλόι αυτού του τύπου πράγματα μαθαίνεις να φτιάχνεις.

Ο Yamil μου διηγείται κομμάτια από τη ζωή του, και κάποιες φορές μοιάζει ήρεμος, αλλά κάποιες φορές μοιάζει να προσπαθεί να δείχνει δυνατός. Έχει χάσει βάρος από τότε που είναι εδώ, αλλά λέει πως είναι σε άψογη φυσική κατάσταση. Μου λέει πως είναι μια τυπική μέρα εδώ: ξυπνάει, παίζει ποδόσφαιρο – το μεγάλο του πάθος – κάνει ντους, παίζει σκάκι ή ντόμινο, κάποιες φορές βοηθάει στη βιβλιοθήκη, κάποιες φορές βοηθάει στη κουζίνα. Η ρουτίνα αλλάει μόνο αν τιμωρηθείς. Στη περίπτωση αυτή, ένα κρατούμενος μεταφέρεται στη «τρύπα», ένα κελί απομόνωσης, δίχως παράθυρα, όπου τους βγάζουν τις χειροπέδες για μισή ώρα την ημέρα. Μια φορά, μου αφηγείται, ένας άλλος κρατούμενος προσπάθησε να αρχίσει ένα καυγά μαζί του, και ο Yamil κατηγορήθηκε για αυτό. Ήταν στη «τρύπα» για 15 μέρες.

«Δεν ήταν τόσο άσχημα εκεί. Είναι σκοτάδι και κάνει πολύ κρύο, αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις κανέναν εκεί».

Είμαι ο πρώτος επισκέπτης που ο Yamil είχε εδώ και 16 μήνες, από τότε που βρέθηκε στο Κέντρο Κράτησης Μεταναστών στο Ιλόι. Η γυναίκα του και ο γιός του ήρθαν να τον επισκεφτούν αρχή, μετά από μια εβδομάδα, αλλά επειδή ζουν μακριά στο Κάνσας και δεν έχουν αρκετά χρήματα, δεν κατάφεραν να πάνε ξανά. Έτσι δεν υπάρχουν παιδιά που να κρέμονται στο λαιμό του, ούτε αγκαλιές, ούτε φιλιά στο μάγουλο, ούτε προσμονή για την Ημέρα Επισκεπτηρίου για τον Yamil. Παρόλα αυτά ο 44χρονος από το Ντουράνγκο του Μεξικό, είναι κλεισμένος εδώ από επιλογή του.

Τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον να περάσεις πάνω από ένα χρόνο σε ένα κελί φυλακής με άλλους στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντι να ζεις στην ελευθερία στο Μεξικό;

«Η ελπίδα», απαντάει αμέσως. «Ώστε να μπορέσω να προσφέρω μια καλύτερη ζωή στην οικογένεια μου, στο γιό μου. Ή έστω μια ζωή. Εκεί πίσω, οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή».

Στις 26 Ιανουαρίου, 2012, ο Yamil απήχθηκε από αστυνομικούς στο Τορεόν, τη πόλη όπου ζούσε. Πλήρωσε λύτρα, έχασε την επιχείρηση του, και αργότερα επιβίωσε ένοπλης επίθεσης. Ο γιος του χτυπήθηκε. Ένα χρόνο αργότερα ο Yamil και η γυναίκα του η Claudia πήραν την απόφαση: έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. άφησαν πίσω τα λίγα πράγματα που είχαν ακόμη. Η Claudia έφυγε πρώτη, λίγες εβδομάδες αργότερα ακολούθησε ο Yamil, περνώντας τα σύνορα που χωρίζουν το Μεξικό από τις ΗΠΑ και παραδόθηκε στις αρχές στο Νογκάλες, όπου έκανε αίτηση για άσυλο. Αυτό ήταν το 2013.

Πέντε κλειδωμένες πόρτες και ένας ψηλός φράχτης χωρίζουν το Yamil από τη ζωή έξω. Υπάρχουν τέσσερεις κλειδωμένες πόρτες ανάμεσα από το κελί του και το επισκεπτήριο. Ακόμη και έτσι, λέει πως είναι προετοιμασμένος να μείνει για όσο χρειαστεί.

«Συνιθίζεις στα πάντα μόλις μπεις εδώ μέσα», λέει. «Μαθαίνεις να βλέπεις τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, να είσαι πιο ανεκτικός με τους ανθρώπους, να είσαι υπομονετικός». Χαμογελάει. Το πρόσωπό του αλλάζει εντελώς όταν χαμογελάει. Τα μάτια του γίνονται ακόμη φωτεινότερα, οι γραμμές που σχηματίζονται γύρω από τα μάτια του του δίνουν μια ζεστή, γαλήνια έκφραση. Ο Yamil έχει το ήρεμο πρόσωπο κάποιου που ξέρει πως η αναμονή αξίζει το κόπο.

*

Το Ιλόι είναι στη μέση του πουθενά. Ανάμεσα στο Φοίνιξ και τη Τουσόν, τις δύο μεγαλύτερες πόλεις στην Αριζόνα, υπάρχου 116 μίλια ερήμου και ουρανού. Το Ιλόι είναι ακριβώς στη μέση. Μια στο τόσο περνάς ένα μικρό βουνό που το κάνουν να μοιάζει σα να φτάνεις κάπου καθώς οδηγείς κατά μήκος της φαινομενικά ατελείωτης Εθνικής 10, το δρόμο που ξεκινά από την ακτή του Ειρηνικού στην Καλιφόρνια ως τον Ατλαντικό στην Φλόριντα. Τα πιο ορατά  σημεία αναφοράς στο δρόμο είναι οι ταμπέλες από τα McDonald, τα Burger’s Kingsκαι τα βενζινάδικα Love, που εμφανίζονται κάθε 6 με 12 μίλια.

Είναι το τρίτο Σάββατο του Φεβρουαρίου, και ξερόχορτα στροβιλίζουν άσκοπα στον αέρα. Ο ίδιος αέρας της ερήμου κάνει τις τα τρέιλερ από τις νταλίκες να ταλαντεύονται καθώς ακούν μουσική κάντρι στο ραδιόφωνο καθώς τρέχουν στο δρόμο,  ή συντονίζονται στο La Campesina, το σταθμό που παίζει corr;idos και μπαλάντες γνωστές εδώ ως «τοπική μεξικάνικη» μουσική.

Αφού πάρω την έξοδο «Casa Grande», μια αριστερή στροφή με βάζει σε ένα δρόμο που μετά βίας είναι στρωμένος και είναι καλυμμένος με μια λεπτή σκόνη που σκεπάζει το κακοτράχαλο τοπίο που κάποτε ζούσαν οι φυλές Akimel και Pee Posh. Τώρα οι Ινδιάνοι ζουν στο καταυλισμό του Ριο Γκίλα, και τα μόνα είδη ανθρώπων εδώ σε αυτούς τους σκονισμένους δρόμους ανήκουν σε δυο κατηγορίες: ντόπιοι που ζουν σε απομονωμένα κτήματα και άνθρωποι που κατευθύνονται προς το τσιμεντένιο σύμπλεγμα κτιρίων στη καρδιά της ερήμου. Τα κτίρια είναι τρεις σωφρονιστικές μονάδες και ένα κέντρο κράτησης μεταναστών γνωστό ως Ιλόι. Στη μέση του πουθενά, αυτά τα τέσσερα κτίρια περιέχουν 5000 ψυχές, κλεισμένες πίσω από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και ηλεκτροφόρους φράχτες.

Το Ιλόι είναι ένα από τα έξι κέντρα κράτησης στην Αριζόνα που διαχειρίζεται η Corrections Corporation of America (CCA), η ιδιωτική εταιρεία που διαχειρίζεται τις περισσότερες φυλακές των Ηνωμένων Πολιτειών ως υπερεργολάβος. Στο Ιλόι υπάρχουν 1596 κρεβάτια, είναι γεμάτο με άντρες και γυναίκες που κατηγορούνται πως είναι στην εδώ πλευρά των συνόρων δίχως ένα κομμάτι χαρτί. Τα τελευταία τα 30 χρόνια, η CCA – που άλλαξε το όνομα της από CoreCivic τον Οκτώβριο του 2016 – έχει αποκομίσει εκατομμύρια σε κέρδη με το να κρατά μετανάστες υπό κράτηση ενώ περιμένουν να φτάσουν οι υποθέσεις τους σε κάποιο δικαστή. Ο Yamil είναι ένας από αυτούς τους μετανάστες.

Όταν ο Yamil έφτασε για πρώτη φορά στο Ιλόι, γνώριζε γιατί ήταν εκεί: έξι εβδομάδες πριν, η γυναίκα του, η Claudia ήταν στο ίδιο μέρος. Άκουσα δυο εκδοχές της ιστορίας: μια από την Claudia στο Κάνσας και μια από το Yamil στο επισκεπτήριο στο Ιλόι. Κάθε μια μοιράζεται με εμένα λεπτομέρειες από τη κοινή τους ζωή, πολύτιμες αναμνήσεις που κρατούν ως θησαυρούς τον ατελείωτο καιρό του χωρισμού τους.

Η οικογένεια της Claudia μετακόμισε από το Ντουράνγκο στη Τιχουάνα όταν ήταν δέκα ετών. Ζούσαν εκεί για δέκα χρόνια μέχρι που ο πατέρας της δολοφονήθηκε, αναγκάζοντας την οικογένεια της να εγκαταλείψει το Μεξικό. Η Claudia, οι τρεις αδερφές της και η μητέρα της ξεκίνησαν τη ζωή τους στη Γουίτσιτα στο Κάνσας. Από σύμπτωση που κάποιοι ονομάζουν πεπρωμένο, ο Yamil, επίσης από το Ντουράνγκο, μετακόμισε και αυτός εκεί όταν ήταν 19 ετών όταν αποφάσισε να μετακομίσει βόρεια.

Ο Yamil και η Claudia συναντήθηκαν σε ένα χορό στη Γουίτσιτα το Σεπτέμβρη του 1998. Παντρεύτηκα τέσσερεις μήνες μετά, και ο γιός τους γεννήθηκε το 2000. Η Claudia άρχισε να ψήνει και να πουλάει κέικ και να προσφέρει εθελοντική εργασία στο σχολείο του γιου της, ενώ ο Yamil δούλευε σαν ελαιοχρωματιστής και να παίζει ποδόσφαιρο σε μια ημιεπαγγελματική κατηγορία.

Η ζωή που έχτισαν μαζί γκρεμίστηκε το 2005. Μια ημέρα καθώς επέστρεφε σπίτι, σταμάτησαν τον Yamil για μια μικρή τροχαία παράβαση. ‘όταν η αστυνομία ζήτησε την ταυτότητα του, οι αρχές ανακάλυψαν πως το έγγραφο που τους έδειξε ο Yamil ήταν πλαστό. Αν και ο γιός του ήταν αμερικάνος πολίτης, ούτε εκείνος, ούτε η Claudia κατάφεραν να νομιμοποιήσουν τη παραμονή τους, και ο Yamil παραιτήθηκε. Η Claudia έπρεπε να πάρει μια δύσκολη απόφαση: να μείνει στη Γουίτσιτα, στο σπίτι της με το γιό της, ή να πάει στο Μεξικό ώστε οι τρεις τους να μπορούν να είναι μαζί. Το 2006, εκείνη και ο Yamil Jr. πήγαν να συναντήσουν τον άντρα της στο Τορεόν στο Μεξικό, όπου ζούσε η οικογένεια του.

Το πολιτισμικό σοκ που βίωσαν και οι δυο όταν έφτασαν στις ΗΠΑ, έκανε την εμφάνιση του ξανά. ηClaudia και ο άντρας της προσπάθησαν να προσαρμοστούν σε ένα τρόπο ζωής που δεν ήταν πια δικός τους, ενώ ο γιος τους βρέθηκε σε έναν εντελώς άγνωστο κόσμο. Το παιδί άρχισε να έχει πρόβλημα στο σχολείο και γίνεται στόχος εκφοβισμού επειδή ήταν Αμερικάνος. Η Cludia και ο Yamil δε μπορούσαν να βρουν δουλειά, και η βια που κατέκλυζε τη βια κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων της προεδρίας του Felipe Calderón άρχισε να φουντώνει στη περιοχή. Μάχες με όπλα και σκοτωμοί έγιναν κομμάτι της καθημερινότητας τους: μια μέρα η Claudia και ο Yamil Jr. είδε δυο σώματα να κρέμονται από μια γέφυρα. Μετά οι εκβιασμοί έγιναν συνηθισμένο φαινόμενο. Και μια μέρα, ήρθε η σειρά τους.

«Δε θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν 26 Ιανουαρίου, 2012, τα γενέθλια του γιου μου», θυμάται θυμωμένα η Claudia. Μου αφηγείται όλη την ιστορία από το τηλέφωνο. «Ήμασταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Δίδασκα σε νυχτερινές τάξεις στο πανεπιστήμιο και ο Yamil είχε ένα μικρό μαγαζί με χάμπουργκερ». Η οικογένεια είχε πάρει πρόσφατα ένα μεταχειρισμένο φορτηγάκι. Εκείνη τη μέρα δυο άντρες πλησίασαν το ζευγάρι και ισχυρίζονταν πως το φορτηγάκι ήταν κλεμμένο, και πως έπρεπε να το κατασχέσουν και ο Yamil να τους ακολουθήσει. Λίγες ώρες μετά η οικογένεια δέχτηκε ένα τηλέφωνο απαιτώντας λύτρα για την απελευθέρωση του Yamil. Ένας ξάδερφος τους δάνεισε τα χρήματα και ο Yamil ελευθερώθηκε. Αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα, δυο άλλοι άνδρες τον σταμάτησαν και απαίτησαν χρήματα για να τον αφήσουν, έπειτα ένοπλοι άρπαξαν το αυτοκίνητο.

Μετά από αυτό, για τρεις ημέρες, θα ερχόντουσαν να ελέγξουν το μαγαζί μου», μου αφηγείται ο Yamil, με τα χέρια του πάνω στο τραπέζι στο Ιλόι. Μιλούσαμε για μισή ώρα, και αυτό ήταν το μόνο σημείο που μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό του. Δε μοιάζει να έχει θυμό, αλλά σίγουρα είναι κάτι που δε μπορώ να ξεχάσω. «Έπρεπε να το κλείσω».

Λίγους μήνες αργότερα το ζευγάρι πήγε να καταθέσει μήνυση στη τοπική αστυνομία: σε μια ακραία πράξη βίας, ο γιός τους χτυπήθηκε από έξι αγόρια που τον αποκαλούσαν «gringo» και «pocho». Όσο ο Yamil έδινε τη κατάθεσή του αναγνώρισε έναν από τους αστυνομικούς. Ήταν ένας από τους άντρες που είχαν κλέψει το φορτηγό του.

Τον Ιούλιο του 2013, η Claudia και ο γιος της μπήκαν σε μια ομάδα νεαρών που είχαν μεγαλώσει και εκείνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, επιστρέψει για διάφορους λόγους στο Μεξικό, και τώρα ήθελαν να επιστρέψουν στη χώρα που θεωρούσαν δική τους. Πέρασαν από το σημείο ελέγχου στα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ζήτησαν πολιτικό άσυλο. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Yamil έκανε το ίδιο ταξίδι με μια άλλη ομάδα. Με δεδομένο ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια του κάθε δικαστή, να ελευθερώσει το κάθε κρατούμενο, που ζητά άσυλο, με δική του εγγύση ή να τον κρατήσει, η απόφαση διαφέρει ανά περίσταση. Η Claudia και ο γιος της ελευθερώθηκε, αλλά ο Yamil όχι. Αν και μπορούσε να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή οικειοθελώς στο Μεξικό προτίμησε να μείνει στη φυλακή.

Ο Yamil ανησυχεί για τη περίπτωσή του. Άλλοι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με δική τους εγγύηση, αλλά ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση του δεν είναι αισιόδοξος, μου λέει. Στις 30 Μαρτίου θα είναι η πρώτη από μια σειρά ακροάσεων από δικαστή. Η Claudia και ο γιος του θα τον συνοδεύουν, μου λέει με το ίδιο συναίσθημα που αφήνει να φανεί κάθε φορά που μιλάει για την οικογένεια του: την εποχή που εκείνος και η Claudia έβγαιναν και τους έπιασε η βροχή, την εποχή που η οικογένεια ταξίδευε στις Ηνωμένες Πολιτείες για τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια του Yamil. Μόνο όταν μιλάει για τα τελευταία του Χριστούγεννα ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό του, και δε μπορεί να συνεχίσει. Δυο φαινομενικά ατελείωτα λεπτά περνούν.

«Όταν μιλάω μαζί τους, ξέρω πως κάνω το σωστό», λέει. «Ο γιός μου με ζητάει, και του λέω να παραμείνει δυνατός. Τώρα παίζει ποδόσφαιρο στο σχολείο. Θα συμμετάσχουν σε ένα τουρνουά, και είναι ο αρχηγός της ομάδας». Λάμπει από περηφάνεια. «Και νοιώθω καλά και για την Claudia. Της έστειλα μια φωτογραφία μου πρόσφατα, ώστε να δει πως είμαι καλά, είμαι σε καλή κατάσταση. Έτσι θα δει πως αξίζει να με περιμένει», λέει με ένα παιχνιδιάρικο γέλιο.

Όταν έρχεται το σούρουπο σε αυτό το κομμάτι της ερήμου της Αριζόνα, το λυκόφως βάφει τον ουρανό με λαμπερά πορτοκαλί, μωβ και βιολετί αποχρώσεις, ζεσταίνοντας τα σύννεφα. Το φως φιλάει τη χρυσή, άνυδρη γη, σε ένα υπέροχο ανοιχτό πανόραμα φωτός και ελευθερίας. Από το τσιμεντένιο κτίριο το Ιλόι, οι κρατούμενοι μπορούν να πάρουν μια γεύση μόνο αυτού του εντυπωσιακού ηλιοβασιλέματος από τα στενά παράθυρα που κοιτούν προς τη δύση. Στο Ιλόι, η απέραντη ελευθερία του Αμερικάνικου Ονείρου ίσα που περνά από τα κάγκελα.

 

 

 

Σχολιάστε