Κείμενο που περιέχεται στο βιβλίο Resisting Illegitimate Authority: A Thinking Person’s Guide to Being an Anti-Authoritarian – Strategies, Tools, and Models (AK Press, 2018) . Ο Bruce Levine είναι κλινικός ψυχολόγος, ακτιβιστής, αρθρογράφος και συγγραφέας. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
«Για τους φύλακες του στάτους κβο, δεν υπάρχει τίποτα αυθεντικά ή ουσιαστικά κακό με την κυρίαρχη τάξη και τους κυρίαρχους θεσμούς της, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως δίκαιοι. Για αυτό οποιοσδήποτε ισχυρίζεται το αντίθετο – ιδιαίτερα κάποιος που διαθέτει σημαντικό κίνητρο ώστε να αναλάβει ριζοσπαστική δράση – πρέπει, εξ ορισμού, να είναι συναισθηματικά ασταθής και ψυχολογικά ανάπηρος. Για το πούμε διαφορετικά, υπάρχουν, μιλώντας γενικά, δυο επιλογές: υπακοή στην θεσμική εξουσία ή ριζοσπαστική άρνηση της. Η πρώτη είναι λογική και ασφαλής επιλογή μόνο αν η δεύτερη είναι τρελή και παράνομη…. Η ριζοσπαστική άρνηση είναι ένδειξη, ακόμη και αποδείξει, μιας σοβαρής διαταραχής της προσωπικότητας»,
Glenn Greenwald
Η χρήση ψυχιατρικών διαγνώσεων για την δυσφήμιση, απόρριψη και περιθωριοποίηση διάσημων και μη αντιεξουσιαστών είναι κάτι το συνηθισμένο.
Προηγουμένως ανάφερα πως διάφοροι δημοσιογράφοι καθιερωμένων μέσων προσπαθούν να δυσφημίσουν τον μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower) Edward Snowden, του απέδωσαν ψυχοπαθολογία χαρακτηρίζοντας τον με ταμπέλες όπως «μεγαλομανής νάρκισσος». Ο δικηγόρος και δημοσιογράφος Glen Greenwald καταγράφει επίσης πως τα καθιερωμένα μέσα απέδωσαν ψυχοπαθολογία σε άλλους σύγχρονους μάρτυρες όπως ο ιδρυτής του WikiLeaks Julian Assange και η Chelsea Manning. Τα καθιερωμένα μέσα έχουν παρουσιάσει τον Assange ως παράξενο και παρανοϊκό, οι New York Times του απέδωσαν «αλλοπρόσαλλη και αλαζονική συμπεριφορά» και «ψευδαισθήσεις μεγαλείου». Τα καθιερωμένα μέσα επίσης προώθησαν την άποψη πως η Manning δεν είχε ως κίνητρο τις ηθικές της πεποιθήσεις αλλά έμφυλη αγωνία, εκφοβισμό εναντίον των ομοφυλόφιλων, και σύγκρουση με τον πατέρα της που οδήγησαν σε διαταραχές της προσωπικότητας.
Ο Ralph Nader, όπως σημείωσε, επειδή αμφισβήτησε το κορπορατισμό τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και κατέβηκε για πρόεδρος, περιεγράφηκε από έναν αρθρογράφο του Nation ως «ένας ιδιαίτερα περιπλανημένος άνθρωπος… ένας ψυχολογικά ταραγμένος άνθρωπος». Ο Malcolm X για την δυσπιστία του για τις αρχές, διαγνώστηκε από τους αναλυτές του FBI με «προψυχωτική παρανοϊκή σχιζοφρένεια».
Οι αντιεξουσιαστικές δράσεις τόσο του Thomas Paine όσο και του Eugene Debs αποδόθηκαν στην «διψομανία» και άλλους όρους για τον αλκοολισμό. Ο βιογράφος του Debs, Ray Ginger σημειώνει πως στη διάρκεια της απεργίας στην Pullman το 1894, οι New York Times δημοσίευσαν ένα λίβελο από τον γιατρό Thomas Robertson, που είχε δηλώσει ψέματα πως είχε χορηγήσει αγωγή στον Debs για διψομανία· μα τους Times να παραθέτουν τον Robertson να λέει, «Εκείνοι που γνωρίζουν καλά τον Debs… πιστεύουν πως η τωρινή του συμπεριφορά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, στην αναστατωμένη κατάσταση του μυαλού και του σώματός του, που προήλθε από την συνήθεια του για αλκοόλ».
Η πρακτική της απόδοσης ψυχοπαθολογίας στους αντιεξουσιαστές ώστε να τους δυσφημίσουν και να τους περιθωριοποιήσουν δεν είναι αποκλειστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στη Σοβιετική Ένωση, οι πολιτικοί αντιφρονούντες, εισάγονταν συνεχώς σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και υποβάλλονταν σε αγωγή· στους Κινέζους αντιφρονούντες συνεχίζουν να αποδίδουν διαγνώσεις ψυχικών νόσων και υποβάλλονται σε αναγκαστικές θεραπείες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρακτική της ψυχοπαθολογικοποίησης των αντιεξουσιαστών άρχισε με την ίδια τη γέννηση της χώρας. Ο Benjamin Rush, όπως σημειώθηκε, ήταν φίλος του Thomas Paine στην προεπαναστατική Φιλαδέλφεια, αλλά στη συνέχεια αποκήρυξε τον Paine μετά την έκδοση του The Age of Reason. Σήμερα ο Benjamin Rush είναι ευρέως γνωστός μεταξύ των ψυχιάτρων ως «ο πατέρας της Αμερικάνικης ψυχιατρικής», ενώ η εικόνα του κοσμεί την σφραγίδα της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Ένωσης (APA). Επιπλέον της εγκατάλειψης του Thomas Paine, ο Rush προσπάθησε να αποκτήσει συμμαχίες με την νέα κυρίαρχη τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών με ακόμη ένα τρόπο. Το 1805, ο Rush διέγνωσε εκείνους που επαναστατούσαν εναντίον της νεοσύστατης κεντρικής ομοσπονδιακής εξουσίας ω έχοντες «υπερβολικό πάθος για ελευθερία» που «αποτελούσε μια μορφή παράνοιας», την οποία ονόμασε ως ασθένεια της αναρχίας (anarchia).
Το 1851, ο δρ. Samuel Cartwright, γιατρός στη Λουϊζιάνα, ανέφερε πως ανακάλυψε την δραπετομανία, την ασθένεια που έκανε τους σκλάβους να δραπετεύουν από την σκλαβιά. Ο Cartwright πίστευε πως δίχως αυτή την ασθένεια οι σκλάβοι ήταν «σαν παιδιά… περιορισμένοι από αναλλοίωτους φυσικούς νόμους να αγαπούν έχουν εξουσία πάνω τους». Ο Cartwright επίσης ανέφερε την ανακάλυψη της δυσαισθησίας, μιας ασθένειας που προκαλούσε την διάσπαση της προσοχής των σκλάβων από τη δουλειά τους, «καταστρέφοντας τα εργαλεία με τα οποία δούλευε, και μολύνοντας ότι άγγιζε», όπως και το να είναι ανθεκτικός στη τιμωρία και να μην αισθάνεται το «πόνο οποιασδήποτε τιμωρίας».
Το 1958, όταν ο ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων Clennon W. King Jr, προσπάθησε να εγγραφεί στο λευκό Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, η αστυνομία του Μισισιπή τον συνέλαβε με βάση το ότι «όποιος νέγρος προσπαθήσει να μπει στο καλό Μισισιπή πρέπει να είναι τρελός». Μετά την σύλληψη του, ο ιστορικός David Oshinsky αναφέρει, μεταφέρθηκε στο δικαστήριο της κομητείας όπου ένα «ένταλμα παράνοιας» εκδόθηκε εναντίον του και οδηγήθηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για 12 μέρες, και θεωρήθηκε υγιής, μόνο όταν υποσχέθηκε πως θα εγκαταλείψει το Μισισιπή. Στο The Protest Psychosis: How Schizophrenia Became a Black Disease, ο ψυχίατρος και κοινωνιολόγος Metzl περιγράφει το συστημικό ρατσισμό που χαρακτηρίζει «την απειλή προς την εξουσία ως ψυχική νόσο», και πως αυτή η διαδικασία αυξάνει την πιθανότητα οι μαύροι άνδρες να διαγνωστούν με σχιζοφρένεια.
Η ιδέα πως κάποιος παρακολουθείται έχει υπάρξει μερικές φορές επαρκής «απόδειξη» για να χαρακτηριστούν παρανοϊκοί με ψευδαισθήσεις οι αντιεξουσιαστές. Θυμηθείτε πως ντετέκτιβ της General Motors παρακολουθούσαν τον Ralph Nader, το κατάλαβε και το είπε σε άλλους, και έμοιαζε σαν να είναι παρανοϊκός. Ο Nader, όμως ήταν τυχερός στο ότι οι ντετέκτιβ ήταν ανίκανοι και τους έπιασαν. Ο Ernest Hemingway ωστόσο δεν ήταν τόσο τυχερός.
Ως το 1960, ο Hemingway είχε χαρακτηριστεί ως παρανοϊκός με ψευδαισθήσεις αναφορικά με την παρακολούθηση από το FBI. Ο φίλος του και βιογράφος του A.E. Hotchner θυμάται πως ο Hemingway έλεγε: «Αυτοί οι ομοσπονδιακοί… Είναι η χειρότερη κόλαση. Έχουν βάλει κοριούς παντού…. Παντού κοριοί. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο. Το ταχυδρομείο ανοίγεται».
Αρκετά μετά το θάνατο του Hemingway, το FBI δημοσιοποίησε το φάκελο του μετά από αίτημα βάση το νόμο για την Ελευθερία των Πληροφοριών, και ο Hotchner ανέφερε: «Δείχνει πως από την αρχή της δεκαετίας του 1940 ο J. Edgar Hoover είχε θέσει τον Ernest υπό παρακολούθηση λόγω των ύποπτων δραστηριοτήτων του Ernest στη Κούβα. Στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, πράκτορες έγραφαν εκθέσεις για αυτόν και είχαν παγιδεύσει τα τηλέφωνα του. Η παρακολούθηση συνεχίστηκε μέχρι σε όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο νοσοκομείο Σέντ Μέρι. Είναι πολύ πιθανό πως το τηλέφωνο έξω από το δωμάτιο του ήταν παγιδευμένο. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε προσπάθησα να συνδέσω το φόβο του Ernest για το FBI, που δυστυχώς δεν εκτίμησα σωστά, με την πραγματικότητα του φακέλου του FBI. Σήμερα πιστεύω πως αισθάνονταν πραγματικά την παρακολούθηση, και πως συνέβαλε σημαντικά στην αγωνία του και στην αυτοκτονία του».
Ο Hemingway υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ σχεδόν δεκαπέντε φορές το Δεκέμβριο του 1960, και έπειτα τον Ιανουάριο του 1961, «αφέθηκε κατεστραμμένος» σύμφωνα με έναν άλλο βιογράφο του Hemingway, τον Jeffrey Meyers. Ο Hotchner ανέφερε πως η απώλεια μνήμης που προκάλεσε στον Hemingway η θεραπεία με ηλεκτροσόκ του προκάλεσε μεγαλύτερη κατάθλιψη και απελπισία, όπως είχε αναφέρει ο Hemingway, «»Ποιο είναι το νόημα στο να μου καταστρέψουν το μυαλό και να μου σβήσουν τη μνήμη, τα οποία είναι το κεφάλαιο μου, και να με στείλουν στην ανεργία;». Τον Ιούλιο του 1961, λίγο πριν τα 62α γενέθλια και αφού ο Hemingway είχε υποστεί ακόμη μια σειρά από ηλεκτροσόκ, αυτοκτόνησε.
Οι έντονες αντιδράσεις των αντιεξουσιαστών σε προσβολές και αδικίες μπορούν να δώσουν στην εξουσία τη δικαιολογία να τους αποδώσει κάποια ψυχοπαθολογία. Η νεαρή Emma Goldman ήταν τυχερή που έζησε σε μια εποχή που δεν την χαρακτήρισαν ψυχικά ασθενή όταν έριξε μια κανάτα με νερό στο πρόσωπο μιας γυναίκας που ήταν χαρούμενη για την εκτέλεση των Μαρτύρων του Χεϊμάρκετ το 1887, αλλά άλλοι αντιεξουσιαστές δεν ήταν τόσο τυχεροί και οι έντονες αντιδράσεις τους σε προσβολές και αδικίες συχνά έχουν χαρακτηριστεί ψυχικά ασθενείς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις έντονες αντιδράσεις από γυναίκες, μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις είναι εκείνη της ηθοποιού Frances Farmer (1913-1970), που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό με την ταινία Frances του 1982, με πρωταγωνίστρια την Jessica Lange.
Η Farmer έδειξε την αντιεξουσιαστική της φύση ως τελειόφοιτη στο λύκειο όταν κέρδισε ένα διαγωνισμό συγγραφής με το προκλητικό δοκίμιο God Dies, και μετά ξανά ως νεαρή γυναίκα όταν, το 1935, αποδέχτηκε το έπαθλο μιας εφημερίδας για ένα ταξίδι στην Σοβιετική Ένωση παρά τις έντονες αντιδράσεις της μητέρας της. Η Farmer ήταν ιδιαίτερα όμορφη αλλά επαναστατούσε εναντίον του στούντιο (ΣτΜ: εκείνη την εποχή οι ηθοποιοί υπέγραφαν ακόμη συμβόλαια αποκλειστικής εργασίας με κάθε κινηματογραφικό στούντιο) να τις δίνει ρόλους με βάση μόνο την εμφάνιση της. Επίσης αντιστάθηκε στην προσπάθεια του στούντιο να ελέγξει την προσωπική της ζωή, και αρνήθηκε να πηγαίνει σε πάρτι του Χόλιγουντ. Η Farmer φιλοδοξούσε να είναι σοβαρή ηθοποιός, και διέκοψε την κινηματογραφική της εργασία για να εμφανιστεί σε μια θεατρική παραγωγή του Clifford Odets για ένα από τα έργα του.
Η Farmer, νοιώθοντας καταπίεση από τα στελέχη του Χόλιγουντ και προδομένη από τους άνδρες που είχε εμπιστευτεί, άρχισε να κάνει κατάχρηση αλκοόλ. Το 1942, την σταμάτησε η αστυνομία όταν οδηγούσε με αναμμένα τα μεγάλα φώτα σε μια περιοχή που είχε επιβληθεί συσκότιση στη διάρκεια του πολέμου. Φυλακίστηκε και δέχτηκε πρόστιμο· και όταν δεν πλήρωσε ολόκληρο το πρόστιμο , η αστυνομία την αναζήτησε και εισέβαλε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της δίχως άδεια. Τότε, όπως θυμάται ο δημοσιογράφος Matt Evans, «η Frances, που κοιμόνταν γυμνή, μπρούμυτα, υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωμένη – το απόγευμα! – αντέδρασε όπως θα έκανε ο καθένας. Έγινε επιθετική με την αστυνομία όταν την συνέλαβαν. Και τότε, αφού καταδικάστηκε σε 180 ημέρες στην φυλακή της κομητείας του Λός Άντζελες, έγινε επιθετική στην αίθουσα του δικαστηρίου και την έβαλαν με το ζόρι σε ζουρλομανδύα.
«Αν είχαν αφήσει την Frances ήσυχη να κάνει τις 180 μέρες της στη φυλακή», καταλήγει ο Evans, «είναι πολύ πιθανό πως, τελικά, μπορούσε να λύσει το θέμα μόνη της». Αντίθετα, μέλη της οικογένειας της, και άλλοι από τη βιομηχανία του κινηματογράφου κατάφεραν να πιέσουν τον δικαστή να την στείλει στο Σανατόριο Κίμπαλ, το πρώτο της εγκλεισμό. Στη συνέχεια το 1944, η μητέρα της Frances την έκλεισε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Γουέστερν Στέιτ, όπου μπήκε ακόμη δυο φορές.
«Η Frances μπήκε σε ψυχιατρική κλινική», συμπεραίνει ο Evans, «όχι επειδή ήταν τρελή αλλά επειδή ήταν νομικά ευάλωτη. Επειδή ο πατέρας της, Ernest, ήταν δικηγόρος. Επειδή η μητέρα της, Lillian, ανεξάρτητα από ποιο υποσυνείδητο μίσος μπορεί να είχε στη καρδιά της, πίστευε μέσα στην απελπισία και αγανάκτηση πως ο εγκλεισμός ήταν η τελευταία αποτελεσματική λύση για να βοηθήσει τη κόρη της ώστε να θεραπευτεί. Θεραπευτεί; Και να γίνει υποτακτική και υπάκουη».
Τις τελευταίες δεκαετίες, παιδιά και έφηβοι στις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν είναι υπάκουα και είναι ανυπάκουα όλο και πιο συχνά χαρακτηρίζονται με κάποια ψυχοπαθολογία. Πολλοί από τους διάσημους αντιεξουσιαστές, αν ήταν παιδιά σήμερα θα είχαν χαρακτηριστεί ως πάσχοντες από μια τουλάχιστον ψυχιατρική διαταραχή.
Η παιδική ηλικία του Malcolm X, όπως είναι γνωστό, ήταν γεμάτη τραύματα, μεταξύ τους η διάλυση της οικογένειας του και στη συνέχεια ανάδοχες οικογένειες, καταλήγοντας στην επαναστατικότητα του και την διάπραξη κλοπών. Σήμερα ο Malcolm X μάλλον θα διαγιγνώσκονταν με την «διασπαστική συμπεριφορά» γνωστή ως «συμπεριφορική διαταραχή» (CD) για εγκληματικά αποκλίνουσες συμπεριφορές. Και ειδικά χάρη στο γεγονός πως βρίσκεται σε ανάδοχες οικογένειες, θα ήταν πολύ πιθανό να του χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή, μεταξύ τους και αντιψυχωσικά φάρμακα.
Αρκετοί διάσημοι αντιεξουσιαστές, όπως ο Eugene Debs, ο Lenny Bruce, ο George Carlin, και η Jane Jacobs παράτησαν το σχολείο ή δεν το πήραν στα σοβαρά. Σήμερα, για τέτοια προφανώς ευφυή παιδιά, αυτή η απέχθεια για το σχολείο θα τα έκανε ιδιαίτερα ευάλωτα σε ψυχιατρικές διαγνώσεις.
Αρχίζοντας το 1980, για παιδιά που δεν συμμορφώνονταν και που δεν συμμετέχουν σε παράνομες πράξεις, η APA (στο διαγνωστικό της εγχειρίδιο DSM-III) δημιούργησε την διάγνωση της διασπαστικής συμπεριφοράς γνωστή ως «εναντιωματική προκλητική συμπεριφορά» (ODD). Για την διάγνωση της ODD, το νεαρό άτομο χρειάζεται μόνο τέσσερα από τα παρακάτω οχτώ συμπτώματα για έξι μήνες: θυμώνει συχνά· είναι ευερέθιστο και ενοχλείται εύκολα· συχνά είναι θυμωμένο και με πικρία· συγκρούεται συχνά με φιγούρες εξουσίας· συχνά αψηφά ή αρνείται να συμμορφωθεί με εντολές φιγούρων εξουσίας ή με τους κανόνες· συχνά ενοχλεί τους άλλους εσκεμμένα· συχνά κατηγορεί άλλους για τα δικά του λάθη ή κακή συμπεριφορά· εμπάθεια ή εκδικητικότητα για τουλάχιστον δύο φορές μέσα στους τελευταίους έξι μήνες.
Το 2012, η επιθεώρηση Archives of General Psychiatry ανέφερε πως μεταξύ 1993 και 2009, υπήρξε η επταπλασίαση των παιδιών 13 ετών και κάτω που τους χορηγήθηκαν αντιψυχωσικά φάρμακα, και, και πως διαταραχές διασπαστικών συμπεριφορών όπως τα ODD και OD ήταν οι πιο κοινές διαγνώσεις σε παιδιά που λάμβαναν αντιψυχωσικά φάρμακα, φτάνοντας το 63% όσον λάμβαναν φάρμακα.
Η «διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας» (ADHD) είναι μια ακόμη συνηθισμένη διάγνωση για παιδιά με «προβλήματα συμπεριφοράς». Τα «συμπτώματα» του ADHD είναι διάσπαση προσοχής, υπεδραστηριότητα, και παρορμητικότητα. Ενώ τα CD και ODD είναι ανοιχτές εξεγέρσεις, η συμπεριφορές του ADHD είναι σε κάποιες περιστάσεις παθητικοεπιθετικές επαναστάσεις. Το ADHD μοιάζει με την δυσαισθησία του Samuel Cartwright· ενώ τα CD και ODD με την δραπετομανία του Cartwright.
Απόμακροι αντιεξουσιαστές ενήλικοι συχνά διαγιγνώσκονται με άγχος και κατάθλιψη. Συχνά μια βασική αιτία που τροφοδοτεί το άγχος ή/και τη κατάθλιψη τους είναι ο φόβος πως η μη συμμόρφωση με μη νομιμοποιημένες εξουσίες θα τους οδηγήσει σε οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο· φοβούνται όμως πως συμμόρφωση με τέτοιες μη νομιμοποιημένες εξουσίες θα οδηγήσει στην ταπείνωση και στην απώλεια της τιμής τους. Όλα αυτά καταλήγουν σε άγχος και κατάθλιψη – που δημιουργείται όχι από βιοχημικές βλάβες αλλά από υπαρξιακές πραγματικότητες.
Ενώ μόλις ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων διαγιγνώσκεται με διπολική διαταραχή, σχιζοφρένεια, και άλλες ψυχώσεις αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί, η εμπειρία μου δείχνει πως πολύ υψηλότερο ποσοστό σε αυτό το πληθυσμό έχει αναρχικές πολιτικές και αξίες (όπως απέχθεια προς τον εξαναγκασμό· δυσπιστία προς τις απρόσωπες αρχές· πιστεύουν πως οι άνθρωποι πρέπει να οργανώνονται μεταξύ τους αντί να υποτάσσονται στις αρχές· και μια προθυμία να ρισκάρουν την τιμωρία για να αποκτήσουν ανεξαρτησία από εξαναγκασμούς).
Μεταξύ των ανθρώπων που έχω μιλήσει οι οποίοι είχαν προηγουμένως διαγνωστεί με ψυχική νόσο, μου προκαλεί έκπληξη πόσοι πολλοί από αυτούς, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, είναι ουσιαστικά αντιεξουσιαστές. Δυστυχώς για εκείνους, οι ειδικοί που έκαναν τη διάγνωση δεν είναι.
Οι γιατροί από παλιά αποδέχονταν τον απολυταρχισμό σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι ο γενικός πληθυσμός. Το 2012, η γιατρός Alessandra Colaianni έγραψε στην επιθεώρηση Journal of Medical Ethics, «Περισσότερο από το 7% όλων των Γερμανών γιατρών έγιναν μέλη των ναζιστικών SS στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, συγκριτικά με το λιγότερο από το 1% του γενικού πληθυσμού…. Οι γιατροί συμμετείχαν στο Ναζιστικό κόμμα και τις δολοφονικές επιχειρήσεις όχι υπό την απειλή όπλου, όχι με τη βία, αλλά με τη δική τους θέληση». Η Colaianni προσφέρει αρκετούς λόγους για αυτό, ένας ήταν η κοινωνικοποίηση των γιατρών μέσα στην ιεραρχία και τον αυταρχισμό: «Η ιατρική κουλτούρα, είναι με πολλούς τρόπους με άκαμπτη ιεραρχία…. Εκείνοι που είναι στο κάτω μέρος της ιεραρχίας έχουν μάθει να κάνουν αυτό που τους λένε οι ανώτεροι τους, συχνά δίχως να κατανοούν πλήρως τι τους ζητούν οι ανώτεροι τους…. Η αμφισβήτηση των ανωτέρων συχνά είναι άβολη, από φόβο τόσο για αρνητικές συνέπειες (αντίποινα, απώλεια της εκτίμησης από τον ανώτερο) όσο και να κάνουν λάθος».
Οι γιατροί έχουν γίνει δέκτες εντατικής εκπαίδευσης και έτσι έχουν ζήσει για πολλά χρόνια σε ένα κόσμο που κάποιος καθημερινά συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των ανωτέρων του. Έτσι, άνθρωποι που απορρίπτουν αυτή την συμμόρφωση μοιάζουν να είναι «μη κανονικοί» για πολλούς γιατρούς. Η εμπειρία μου είναι πως οι περισσότεροι ψυχολόγοι, ψυχίατροι, και άλλοι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας δεν έχουν επίγνωση του μεγέθους της υπακοής τους, και έτσι η αντιεξουσιαστική νοοτροπία των ασθενών τους μπορεί να τους δημιουργήσει μεγάλο άγχος – και αυτό το άγχος τροφοδοτεί διαγνώσεις και θεραπείες.
Μια χούφτα επαγγελματιών υγείας έχουν αμφισβητήσει την νομιμότητα των αυθεντιών της ψυχικής υγείας – και έχουν πληρώσει το τίμημα της πράξης τους. Το 1968, ο ψυχίατρος Loren Mosher (1933-2004) έγινε ο επικεφαλής του Κέντρου Ερευνών για τη Σχιζοφρένεια του Εθνικού Ινστιτούτου για την Ψυχική Υγεία (NIMH). Το 1971, ο Mosher ξεκίνησε μια εναλλακτική προσέγγιση για ανθρώπους που είχαν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια , ανοίγοντας το πρώτο Οίκο Σωτηρία στη Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια. Ο Οίκος Σωτηρία ήταν ένα χειραφετικό μη- εξαναγκαστικό ψυχοκοινωνικό περιβάλλον που απασχολούσε μη επαγγελματίες φροντιστές. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι άνθρωποι τα πάνε πολύ καλύτερα με την προσέγγιση του Σωτηρία από ότι με την τυπική ψυχιατρική αγωγή, και πως οι άνθρωποι μπορούν να ανακάμψουν με ελάχιστη ή και καθόλου χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων. Η επιτυχία του Mosher έφερε σε δύσκολη θέση την καθιερωμένη ψυχιατρική και δυσαρέστησε την φαρμακοβιομηχανία. Αναμενόμενα το Εθνικό Ινστιτούτο για την Ψυχική Υγεία διέκοψε την χρηματοδότηση του Οίκου Σωτηρία, και ο Mosher απολύθηκε από την θέση του στο Ινστιτούτο το 1980.
Υπάρχει ακόμη ένα κίνημα από αντιφρονούντες επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και πρώην ασθενών ακτιβιστών. Το κίνημα αυτό προσπαθεί να διαδώσει την πραγματικότητα γύρω από την έλλειψή επιστημονικών στοιχείων γύρω από την διαγνωστική βίβλο του DSM, και να αποκαλύψει την έλλειψη στοιχείων γύρω από τη βιοχημική εξήγηση των νόσων όπως η θεωρία της «χημικής ανισορροπίας». Τελευταία, ακόμη και κάποια μέλη της καθιερωμένης ψυχιατρικής έχουν αναγκαστεί να παραδεχτούν την αποτυχία στα πεδία αυτά.
Σε αντίδραση στο DSM-5 που εκδόθηκε το 2013, ο διευθυντής του NIMH, παραθέτοντας την έλλειψη επιστημονικής εγκυρότητας του DSM, δήλωσε πως το «NIMH θα ανακατευθύνει την έρευνα του μακριά από τις κατηγορίες του DSM». Επίσης έντονα επικριτικός απέναντι στο DSM-5 ήταν ο πολιτικά οξυδερκής επικεφαλής της ομάδας πίσω από το DSM-IV, ο ψυχίατρος Allen Frances, που έγραψε το βιβλίο Saving Normal (2014), το οποίο χλεύαζε πολλές από τις νέες επινοήσεις νοσημάτων του DSM-5, ιδιαίτερα την παθολογικοποίηση της φυσιολογικής ανθρώπινης θλίψης. Η αποκήρυξη του DSM-5 από τον Frances είναι αξιοσημείωτη, γιατί είναι σαν το ο άνθρωπος που έγραψε το Λευιτικό να συνειδητοποίησε πως το «βδελυρό» και το «αμάρτημα» ξέφυγε εντελώς.
Με τον ίδιο τρόπο που εγκατέλειψαν το DSM, οι ψυχίατροι της καθιερωμένης τάσης επίσης τελευταία εγκατέλειψαν και την από παλιά προωθούμενη από την ψυχιατρική «θεωρία της χημικής ανισορροπίας της ψυχικής νόσου». Στα τέλη του 1980, οι ψυχιατρικές αρχές και κολοσσιαίες φαρμακευτικές εταιρείες άρχισαν να λένε στο ευρύ κοινό – παρά την έλλειψη επιστημονικών δεδομένων – πως η κατάθλιψη προκαλείται από μια «χημική ανισορροπία» χαμηλών επιπέδων σεροτονίνης που μπορεί να θεραπευθεί που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με «χημική εξισορρόπηση» μέσω αντικαταθλιπτικών, όπως το Prozac, το Paxil, και άλλους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs). Η αντίληψη πως η κατάθλιψη προκαλείται από μια χημική ανισορροπία που μπορεί να διορθωθεί με την χρήση SSRI αντικαταθλιπτικά κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν την χρήση ινσουλίνης για το διαβήτη, και έτσι η χρήση αυτών των SSRIs απογειώθηκε. Σήμερα, η αναλήθεια αυτής της θεωρίας χημικής-ανισορροπίας της ψυχικής υγείας δεν είναι αμφιλεγόμενη.
Το 2011, ο σπουδαίος καθιερωμένος ψυχίατρος Ronald Pies, επίτιμος αρχισυντάκτης τοης επιθεώρησης Psychiatric Times, δήλωσε, «Στην πραγματικότητα, η ιδέα της ‘χημικής ανισορροπίας’ ήταν πάντα ένα είδος αστικού μύθου – και ποτέ μια θεωρία που προωθούνταν σοβαρά από καλά πληροφορημένους ψυχίατρους». Αφού η ανταποκρίτρια του NPR, έμαθε πως η θεωρία της χημικής ανισορροπίας είναι αναληθής, ανακάλυψε στη συνέχεια τις δικαιολογίες των αυθεντιών του κατεστημένου πίσω από τη προώθηση της. Μια τέτοια εκλογίκευση ήταν πως ορίζοντας την κατάθλιψη ως χημική ανεπάρκεια, οι ασθενείς θα αισθάνονταν πιο άνετα να πάρουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ενώ μερικοί ψυχίατροι αντιμετωπίζουν την θεωρία της χημικής ανισορροπίας ως ένα καλοπροαίρετο «λευκό ψέμα», η εμπειρία μου είναι πως πολλοί γιατροί συνεχίζουν να αγνοούν την αλήθεια. Το σημαντικό είναι πως ανεξάρτητα του λόγου που το έκαναν, οι καθιερωμένοι ψυχίατροι που προωθούν αναλήθειες έχουν παραβιάσει την εμπιστοσύνη των ασθενών τους.
Η ψυχιατρική διατηρεί ακόμη κάποιο πραγματικό κύρος; Σε μια συνέντευξη το 2014 στο Truthout, ο ιατρικός δημοσιογράφος, Robert Whitaker και συγγραφέας του Anatomy of Epidemic: Magic Bullets, and the Astonishing Rise of Mental Illness in America (2014), δήλωσε για την ψυχιατρική, «Βλέπουμε πως τα διαγνωστικά της εργαλεία απορρίπτονται ως λανθασμένα· η έρευνα του δεν έχει κατορθώσει να εντοπίσει τη βιολογική βάση των ψυχικών διαταραχών για να επικυρώσει τα διαγνωστικά της εργαλεία· και η φαρμακευτικές της αγωγές αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο ως αναποτελεσματικές αν όχι επιζήμιες. Αυτή είναι η ιστορία ενός επαγγέλματος που έχει λόγους να αισθάνεται ανασφάλεια για τη θέση του στην αγορά».
Παρά την επιστημονική της αποτυχία, η ψυχιατρική έχει διατηρήσει κοινωνική εξουσία, η εξουσία της στηρίζεται σε τρεις πυλώνες.
Πρώτα, από την προώθηση φαρμακευτικών αγωγών, εκπληρώνει τις οικονομικές ανάγκες των φαρμακευτικών εταιρειών, και έτσι έχει μεγάλη στήριξη από τις μεγάλες φαρμακευτικές (Big Pharma). Το 2008, έρευνες του κογκρέσου πάνω στη ψυχιατρική αποκάλυψαν πως η APA αρκετοί «ηγέτες» της ψυχιατρικής σκέψης έλαβαν σημαντικά χρηματικά ποσά από φαρμακευτικές. Οι μεγάλες φαρμακευτικές χρηματοδοτεί με μεγάλα ποσά τα ψυχιατρικά τμήματα των πανεπιστημίων, χορηγεί συνέδρια και την συνεχιζόμενη εκπαίδευση για ψυχιάτρους, και πληρώνει ευρέως γνωστούς ερευνητές και κλινικούς να είναι ομιλητές και σύμβουλοι. Το 2012, η επιθεώρηση PLOS Medicine ανέφερε «το 69% των μελών της ομάδας του DSM-5 αναφέρουν πως έχουν σχέσεις με την φαρμακοβιομηχανία».
Δεύτερο, με την παθολογικοποίηση και αποπολιτικοποιώντας με το τρόπο αυτό την ασθένεια, η ψυχιατρική βοηθά στην διατήρηση του στάτους κβο, ικανοποιώντας τις ανάγκες της κυρίαρχης δομής εξουσίας. Ιστορικά, επαγγελματίες όπως η αστυνομία και ο κλήρος έχουν χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο πληθυσμών. Τα τελευταία χρόνια έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί και οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η εξήγηση των καθιερωμένων επαγγελματιών της ψυχικής υγείας για τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των αυτόχθονων πληθυσμών, που περιεγράφηκε από το ψυχολόγο Rolan Chrisjohn και Shaunessy McKay στο βιβλίο Dying to Please You: «Οι υπάρχουσες εξηγήσεις κατηγορούν το θύμα, βρίσκοντας πως υποφέρουν από προσωπικά προβλήματα προσαρμογής ή συναισθηματικές ανεπάρκειες όπως ‘χαμηλή αυτοεκτίμηση’ και ‘κατάθλιψη’. Καμιά από τις υπάρχουσες εξηγήσεις δεν βοηθά στην εξομάλυνση της κατάστασης με δράση ή με την πρόταση δράσης εναντίον των δυνάμεων της καταπίεσης· δεν τις αναγνωρίζουν καν».
Η ικανοποίηση των αναγκών της δομής εξουσίας εξασφαλίζει την ύπαρξη ενός θεσμού. Και έτσι τα επαγγέλματα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας είχαν λόγο να θέλουν να αξιοποιηθούν στην αντιμετώπιση της αντίστασης των στρατιωτών των ΗΠΑ μέσω «θεραπειών» με ψυχιατρικά φάρμακα και συμπεριφορικές χειραγωγήσεις. Σύμφωνα με την Military Times το 2013, ένα στα έξι μέλη των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ λαμβάνουν τουλάχιστον ένα ψυχιατρικό φάρμακο, πολλοί από αυτούς τους υπό αγωγή στρατιώτες είναι σε εμπόλεμες ζώνες. Και το 2009, οι New York Times ανέφεραν πως ο Martin Seligman, ένας πρώην πρόεδρος της APA, είχε συμβουλευτικό ρόλο στο πρόγραμμα θετικής ψυχολογίας του αμερικάνικου στρατού. Στο πρόγραμμα αυτό, σε ένα παιχνίδι ρόλων, ζητούν από ένα λοχία να πάει τους εξαντλημένους στρατιώτες του σε μια ακόμη δύσκολη αποστολή, και ο λοχίας αρχικά είναι θυμωμένος και διαμαρτύρεται πως «δεν είναι δίκαιο»· αλλά στο παιχνίδι, η «αποκατάσταση» του περιλαμβάνει επαναξιολόγηση της διαταγής ως φιλοφρόνηση.
Ένας τρίτος πυλώνας της κοινωνικής εξουσίας της ψυχιατρικής είναι οι εξαναγκασμοί της για τον έλεγχο ανθρώπων που δημιουργούν κοινωνικές εντάσεις αλλά που δεν έχουν κάνει τίποτα παράνομο. Οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας ικανοποιούν τις ανάγκες για έλεγχο των απολυταρχών που είναι επικεφαλής της κοινωνίας αλλά επίσης εκπληρώνουν τις ανάγκες για έλεγχο των υποτακτικών των απολυταρχών. «Αυτή η εξαναγκαστική λειτουργία, είναι αυτό που η κοινωνία και οι περισσότεροι άνθρωποι πραγματικά εκτιμούν στην ψυχιατρική», καταλήγει ο David Cohen, καθηγητής κοινωνικής πρόνοιας, στο άρθρο του το 2014, «Είναι ο Εξαναγκασμός, Ηλίθιε!», ο Gohen εξηγεί την κοινωνική ανάγκη για την «εξωδικαστική αστυνομική λειτουργία» της ψυχιατρικής αναγκάζει την κοινωνία να είναι τυφλή μπροστά στην πλήρη έλλειψη επιστημονικής εγκυρότητας της, «Εξαιτίας του ψυχιατρικού εξαναγκασμού, η κοινωνία δίνει το ελεύθερο στην διατύπωση ψυχιατρικών θεωριών. Αυτές οι θεωρίες δεν χρειάζεται ποτέ να περάσουν κάποιες προσεχτικά σχεδιασμένες δοκιμές (όπως ζητάμε να περάσουν άλλες σημαντικές επιστημονικές θεωρίες), το μόνο που χρειάζονται είναι να εκφραστούν».
Στην ιστορία της αμερικάνικης ψυχιατρικής, υπήρξαν αρκετοί ενήλικες πληθυσμοί που στερούνταν πολιτική δύναμη – μεταξύ τους οι Αυτόχθονες Αμερικάνοι, οι γυναίκες, κι οι ομοφυλόφιλοι – που έχουν ψυχιατρικοποιηθεί και περιθωριοποιηθεί για το «έγκλημα» της αξίωσης της ανθρώπινης υπόστασης τους. Στην δεκαετία του 1970, οι ομοφυλόφιλοι κατάφεραν να κερδίσουν κάποια πολιτική δύναμη και πολέμησαν ώστε να μην είναι πια στο έλεος της APA. Το 1970, το Απελευθερωτικό Μέτωπο των Γκέι (Gay Liberation Front, GLF) παρεισφρήσανε σε ένα συνέδριο της APA που προβάλλονταν μια ταινία που έδειχνε την χρήση ηλεκτροσόκ για την μείωση της ομοφυλοφιλικής έλξης. Τα μέλη της GLF φώναξαν «Βασανιστήριο!» και πήραν το μικρόφωνο για να καταρρίψουν τους ισχυρισμούς των ψυχιάτρων, χρησιμοποιώντας πολλές πολιτικές στρατηγικές ουσιαστικά κατόρθωσαν να αναγκάσουν την APA να σταματήσει την παθολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας ως ψυχικής ασθένειας. Ενώ οι οργανωμένοι ενήλικες έχουν καταφέρει με επιτυχία να απελευθερώσουν τους εαυτούς τους από την ψυχιατρικοποίηση και την περιθωριοποίηση, οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας εστιάζουν σε ένα πολιτικά ανίσχυρο πληθυσμό: την αντιεξουσιαστική νεολαία.
Πολλοί νέοι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται με ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι ουσιαστικά αντιεξουσιαστές που υποφέρουν και θυμώνουν από τον εξαναγκασμό, τους αχρείαστους κανόνες, και την μη νομιμοποιημένη εξουσία. Όταν ένας νεαροί αντιεξουσιαστές χαρακτηρίζονται με μια ψυχιατρική διάγνωση, παγιδεύονται σε μια εξουσιαστική παγίδα. Η αντίσταση στη διάγνωση και την θεραπεία οδηγεί οι επαγγελματίες να χαρακτηρίζουν τους νεαρούς επαναστάτες ως «μη συνεργάσιμους κατά τη θεραπεία», μεγεθύνοντας την σοβαρότητα της διάγνωσης, και την αύξηση της δόσης των ηρεμιστικών φαρμάκων. Όλα αυτά μπορεί να είναι εξοργιστικά για τους νέους ανθρώπους, μερικές φορές τόσο πολύ που τους κάνει να φαίνονται όχι απλά θυμωμένοι αλλά τρελοί.
Σήμερα, ένας πιθανά τεράστιος στρατός από νεαρούς αντιεξουσιαστές αποπολιτικοποιούνται μέσω διαγνώσεων ψυχικής νόσου και από την απόδοση της διάσπασης, της αγωνίας, της κατάθλιψης, και της ανυπακοής τους ως αποτέλεσμα μιας ελλαττωματικής βιοχημείας – και όχι στην αποξένωση μέσα σε μια απάνθρωπη κοινωνία και την αντίσταση τους σε απονομιμοποιημένες εξουσίες.
Reblogged στις agelikifotinou.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο