Απόσπασμα από το βιβλίο Limits: Why Malthus Was Wrong and Why Environmentalists Should Care (Stanford Briefs, 2019). Ο Γιώργος Καλλής είναι οικονομολόγος της οικολογίας, διδάσκει πολιτική οικολογία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

 

Ο Ροβινσώνας Κρούσος κοιτούσε την ιδιοκτησία του με ικανοποίηση. Χρόνια πριν, η θάλασσα τον είχε ξεβράσει σ’ αυτό το νησί, και χάρη στο θεό, τώρα δεν στερούνταν τίποτα. Σαν καλός Άγγλος, είχε το δικό του σπίτι με φράχτη, άφθονα φρούτα να μαζέψει, σιδερένια εργαλεία  για κυνήγι ή τη καλλιέργεια κριθαριού και ρυζιού, σταφύλια για κρασί, κατσίκες για γάλα, έναν παπαγάλο για να τον διασκεδάσει, και τώρα τελευταία τον «Παρασκευά», τον υπηρέτη σύντροφο του (που του θύμιζε τους σκλάβους από την Αφρική που είχε χάσει στο ναυάγιο – να μπορούσε ίσως η φυτεία του στη Βραζιλία να έχει κέρδος δίχως αυτούς;).

Είναι αυτός, ο Ροβινσώνας, ικανοποιημένος; Είναι καιρός για να χαλαρώσει;

Όχι! η ζωή είναι σύντομη, και η μέρα έχει είκοσι τέσσερις ώρες. Θα έπρεπε να ακούει το παπαγάλο ή να διαβάζει τη βίβλο; Να οργώνει το χωράφι ή να διδάξει αγγλικά στο Παρασκευά και το Ευαγγέλιο; Να κάνει περισσότερα ακόντια σε περίπτωση που επιστρέψουν οι κανίβαλοι; Μπορεί να κάνει μόνο λίγα πράγματα μέσα σε μια μέρα. Ίσως τον επόμενο μήνα, όταν τελειώσει με αυτά τα ακόντια και αφού ο Παρασκευάς ξεστομίσει μια ριμάδα πρόταση στα αγγλικά, ίσως τότε να έχει χρόνο για ένα διάλλειμα.

Τα Παραμύθια των Σύγχρονων Οικονομικών

Η Γένεση έδωσε στον Malthus την έμπνευση, αλλά πολλοί οικονομολόγοι που ήρθαν μετά από αυτόν βρήκαν καταφύγιο για τις θεωρίες τους στο μυθιστόρημα του Daniel Defoe το 1719, Ροβινσώνας Κρούσος. Όπως διατύπωσε ο Lionel Robbins στο σημαντικό του δοκίμιο το 1932, Δοκίμιο για τη φύση και τη σημασία των Οικονομικών Επιστημών, «η μελέτη της συμπεριφοράς του Κρούσο μπορεί να μας διαφωτίσει ιδιαίτερα ως βοήθημα σε πιο προχωρημένες μελέτες». Ο Robbins όρισε, όπως είναι γνωστό, στο δοκίμιο του τα οικονομικά ως «η επιστήμη που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά ως τη σχέση μεταξύ στόχων και μέσων σε ανεπάρκεια που έχουν εναλλακτικές χρήσεις».

Η ιδέα πίσω από αυτό υποθέτει την ανεπάρκεια ως ότι θέλουμε απεριόριστα πράγματα αλλά έχουμε περιορισμένο χρόνο. Η ανεπάρκεια είναι η αιτία που οικονομούμε. Και τα οικονομικά είναι η επιστήμη της οικονομίας. Ο απομονωμένος άνθρωπος που μεγιστοποιεί οτιδήποτε του είναι χρήσιμο έγινε το θεμέλιο αυτού που έγινε γνωστό ως νεοκλασικά οικονομικά. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ανέπτυξαν περίπλοκα μαθηματικά μοντέλα της συμπεριφοράς του homo economicus, ενός Ροβινσώνα Κρούσο του σήμερα που μοχθεί να κερδίσει όσο περισσότερα από τον περιορισμένο χρόνο του.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θα έλεγαν πως αυτή η νέα οικονομία δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον Malthus. Ο Malthus, θα σας πει ένας οικονομολόγος, είχε δίκιο σχετικά με το κόσμο του, αλλά εκείνος ο κόσμος χάθηκε με τον ερχομό της βιομηχανικής επανάστασης και των νέων αναλυτικών οικονομικών, που ανέλυσαν το νεότερο κόσμο. Ο Malthus, λέει το αφήγημα, περιέγραψε ένα ζοφερό κόσμο ορίων που ήταν στο νεκροκρέβατο του, ενώ ο νέος κόσμος της βιομηχανικής ανάπτυξης δεν ξέρει από όρια. Στο παλιό κόσμο, η φύση ήταν το όριο· στο νέο κόσμο δεν υπάρχει απόλυτο όριο, μόνο εναλλακτικές χρήσεις του χρόνου μας.

Το ότι ο Malthus χρησιμοποιείται ως περιθώριο στην ιστορία των οικονομικών είναι παράξενο. Ο Malthus ήταν ο πρώτος καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο κόσμο, αν όχι ο πρώτος επαγγελματίας οικονομολόγος. Τα νέα οικονομικά, ή νεοκλασικά οικονομικά όπως έγιναν γνωστά, «οφείλουν πολλά στο μικρό φυλλάδιο του Malthus· ο τόνος τους όπως και η κλίμακα τους ήταν εμφανώς μαλθουσιανά». Η υπόθεση των απεριόριστων ανθρώπινων επιθυμιών και μιας φυσικής και οικουμενικής ανεπάρκειας· η επιμονή πάνω στην βιομηχανία και στην ανάπτυξη ως απάντηση στην ανεπάρκεια· η υπεράσπιση της ανισότητας στη βάση του ότι θρέφει την δημιουργία· η υποτιθέμενη έγνοια για το ευρύτερο καλό των πολλών· η απόρριψη της αναδιανομής επειδή ακυρώνει τους ίδιους τους σκοπούς της: αυτά τα μαλθουσιανά δόγματα χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα  για να αντιπαλέψουν πολιτικές πρόνοιας και τους σύγχρονους νόμους για τους φτωχούς.

Το έργο του Malthus, όπως και εκείνο πολλών οικονομολόγων σήμερα, ήταν ιδεο-λογικό, «αποδεικνύοντας» λογικά την πολιτική θέση, ή άποψη, πως μια κοινωνία ίσων είναι αδύνατη. Βασίζονταν σε ένα απλοποιημένο μύθο, την εξορία από την Εδέμ, για να διαμορφώσει το μοντέλο του. Το σπουδαιότερο όμως, ο Malthus ανέπτυξε την κεντρική ιδέα της νέας επιστήμης: την ανεπάρκεια. Προφήτης απεριόριστων επιθυμιών, όχι ορίων, ήταν μεταξύ εκείνων που επινόησαν την ιδέα μιας αέναης ανεπάρκειας που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Πράγματι, η εμμονή του Malthus με τον πληθυσμό και τη τροφή είχε όλο και λιγότερο νόημα όσο αυξάνονταν η παραγωγή και υπήρχαν όλο και λιγότερες ελλείψεις. Η ανάπτυξη του πληθυσμού επιβραδύνθηκε, τα ορυκτά καύσιμα και η επέκταση στις αποικίες έκαναν το κόσμο να μοιάζει απεριόριστος ξανά (στους Δυτικούς τουλάχιστον). Όμως το ερώτημα που επιδίωξε να απαντήσει αρχικά ο Malthus παρέμενε επίκαιρο: γιατί υπάρχει ακόμη τόση φτώχια μέσα σε τόσο πλούτο; Αν δεν υπάρχουν όρια, γιατί οι περισσότεροι από εμάς βιώνουν ακόμη αξεπέραστα όρια; Πότε θα έχουμε αρκετά για όλους;

«Ποτέ» ήταν, και είναι, η απάντηση της μίζερης επιστήμης. Για να συντηρήσουν όμως αυτή την απάντηση, οι οικονομολόγοι έπρεπε να προσαρμόσουν την παλιά θεωρία του Malthus σε νέες εποχές.

Ανεπάρκεια, Σχετική και Απόλυτη

Τα οικονομικά κράτησαν την υπόθεση του Malthus των απεριόριστων ανθρώπινων επιθυμιών, αλλά αντί της αναπαραγωγής, ένα ένστικτο το οποίο η ανθρωπότητα έδειξε μια ικανότητα στο να περιορίζει επαρκώς, η επιστήμη πρότεινε μια απεριόριστη επιθυμία για πράξη και κατοχή, ή διαφορετικά για παραγωγή και κατανάλωση. Τα όρια της τροφής έγιναν όρια του χρόνου, συλλαμβάνοντας την νέα εμπειρία της διάθεσης ελάχιστου χρόνου που αισθάνονταν οι κάτοικοι των πόλεων.

Το δοκίμιο του Lionel Robbins το 1932 σημειώνει αυτή την μετατόπιση από την μαλθουσιανή στη νεοκλασική ανεπάρκεια: «Ο άνθρωπος θέλει και πραγματικό εισόδημα και ανάπαυση, αλλά «δεν έχει αρκετό από το καθένα ώστε να ικανοποιήσει πλήρως την επιθυμία του καθενός». Είμαστε, συνέχισε ο Robbins «αισθητικά όντα»,

«με σύνολα επιθυμιών και φιλοδοξιών, με μάζες ενστικτωδών τάσεων που μας σπρώχνουν όλες με διαφορετικό τρόπο στη δράση. Ο χρόνος όμως στον οποίο αυτές οι τάσεις μπορούν να εκφραστούν είναι περιορισμένος. Ο εξωτερικός κόσμος δεν προσφέρει πλήρεις ευακιρίες για την πλήρη επίτευξη τους, η ζωή είναι σύντομη. Η φύση είναι τσιγγούνα. Οι συνάνθρωποι μας έχουν διαφορετικούς σκοπούς. Όμως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις ζωές μας για να κάνουμε διαφορετικά πράγματα, τα υλικά μας και τις υπηρεσίες των άλλων για την επίτευξη διαφορετικών στόχων»

Στο πεδίο μου της οικολογικής οικονομίας – ένα πολύ διαφορετικό τύπο οικονομικών από τα νεοκλασικά οικονομικά, καθώς αντιλαμβανόμαστε την οικονομία ως μια ροή τροφής ή φυσικών πόρων και ύλης, όχι χρημάτων – διακρίνουμε την μαλθουσιανή ή απόλυτη ανεπάρκεια, την περατότητα των μέσων, ας πούμε της τροφής ή των φυσικών πόρων, από τη νεοκλασική ή σχετική ανεπάρκεια, μια ανεπάρκεια των μέσων να ικανοποιηθούν απεριόριστες εναλλακτικές χρήσεις.

Η ανεπάρκεια του Malthus, ωστόσο, όπως έχουμε δει, δεν πηγάζει από τα όρια στη τροφή αλλά από την απεριόριστη σεξουαλική ορμή των ανθρώπων, η ανεπάρκεια του δεν ήταν απόλυτη. Πίστευε πως η τροφή και οι πόροι μπορούσαν να αυξηθούν δίχως οποιοδήποτε όριο. Η ανεπάρκεια ήταν σχετική, το αποτέλεσμα διαφορετικών ρυθμών αύξησης του πληθυσμού και της παραγωγής τροφής. Ο Malthus υπέθεσε μια ανεπάρκεια της περιορισμένης τροφής να θρέψει απεριόριστο αριθμό παιδιών· ο Robbins, πρότεινε μια ανεπάρκεια περιορισμέν9ου χρόνου για να κάνουμε τον απεριόριστο αριθμό πραγμάτων που θέλουμε να κάνουμε. Και για τους δυο δεν αρκεί – τροφή ή χρόνος – για να κάνουμε τα πάντα, και θέλουμε τα πάντα δίχως όρια. Ο κόσμος μας είναι περιορισμένος επειδή οι επιθυμίες μας είναι απεριόριστες. Σ’ αυτόν το  περιορισμένο κόσμο μόνο η ανεπάρκεια δεν έχει όρια.

Ο Ροβινσώνας Κρούσος ναυάγησε σε ένα πλούσιο νησί, μας λέει ο Robbins, όμως έπρεπε ακόμη στο να επιλέξει αν θα αφιέρωνε το χρόνο του στο να φυτέψει φυτά  ή στο να μιλά στο παπαγάλο του. Δεν μπορούσε να τα κάνει και τα δυο ταυτόχρονα. Η ανεπάρκεια τον ακολούθησε στο παράδεισο. Όπως υποστήριζε ο Malthus, δεν μπορεί να υπάρξει παράδεισος επί της γης.

Αυτή η ιστορία ανεπάρκειας ωστόσο, όπως του Malthus, είναι κυκλική ή ταυτολογική. Ξεκινά με μια υπόθεση πως αυτό που θέλουν να κάνουν ή να έχουν οι άνθρωποι δεν έχει όρια. Από αυτό προκύπτει η ανεπάρκεια, που δικαιολογεί την ανάπτυξη, που με τη σειρά της επικυρώνει την επιθυμία και την επιδίωξη πραγμάτων δίχως περιορισμούς από τους ανθρώπους. Στη πραγματικότητα, η ανάπτυξη είναι μια ιδιαίτερη ανάγκη του καπιταλισμού – ένα σύστημα που απαιτεί την συσσώρευση των κερδών. Με την επινόηση της ανεπάρκειας, ωστόσο, η ανάπτυξη κανονικοποιήθηκε και ιεροποιήθηκε. Ήταν εντυπωμένη στην ανθρώπινη φύση (η ανάπτυξη είναι αυτό που οι άνθρωποι, και όχι οι οικονομολόγοι ή οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, θέλουν). Οι ρίζες αυτής της υπόθεσης είναι ιερές, είναι η επιθυμία του Θεού για τους χριστιανούς, όπως ο Malthus, ή το εκ γενετής δικαίωμα των ανθρώπων να επιδιώξουν ότι επιθυμούν, για τους φιλελεύθερους οικονομολόγους. Η υποκείμενη υπόθεση είναι η ίδια: οι άνθρωποι θέλουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Και το συμπέρασμα είναι, πως πρέπει.

Τα οικονομικά βελτιστοποίησαν την ιστορία του Malthus για την οικουμενική και φυσική ανεπάρκεια, δικαιολογώντας την διαιώνιση της απεριόριστης ανάπτυξης, έναν σκοπό που διαφορετικά δεν έχει νόημα. Η υποκείμενη υπόθεση είναι κάπως παράλογη. Σε ένα ημισατιρικό άρθρο πάνω στην οικονομία της μεταθανάτιας ζωής, ο Scott Gordon σχολιάζει πως ακόμη και αν ο χρόνος στο παράδεισο είναι απεριόριστος και μπορούσαμε να κάνουμε ότι θέλουμε, θα συνεχίζαμε να υποφέρουμε από την ανεπάρκεια, επειδή δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε παραπάνω από ένα πράγμα τη φορά – δεν θα μπορούσαμε να παίζουμε άρπα και να πάμε για κολύμπι ταυτόχρονα, όπως λέει. Για να έχει αφθονία, ο παράδεισος πρέπει να έχει απεριόριστο πλάτος, όχι μήκος, χρόνου υποστηρίζει ο Gordon. Τότε μόνο θα μπορούσαμε να κάνουμε απεριόριστο αριθμό πραγμάτων, όλα την ίδια στιγμή, συμπιέζοντας το απεριόριστο σε μια μοναδική στιγμή. Πέρα από αυτή την αέναη στιγμή, θα είμαστε πάντοτε αντιμέτωποι με την ανεπάρκεια. (Η ιδέα μου θυμίζει τον Wendell Berry, που στο δοκίμιο του «Hell Hath No Limits» σχολιάζει πως «για εκείνους που απορρίπτουν το παράδεισο, η κόλαση είναι παντού, και έτσι δίχως όρια. Για αυτούς, ακόμη και η σκέψη του παραδείσου είναι κόλαση»).

Μόνο από αυτή την ιδιαίτερη οπτική, που οι οικονομολόγοι παίρνουν ως δεδομένη, είναι που αποκτά νόημα η παράδοξη ιδέα του «κόστους ευκαιρίας», μια θεμελιώδης έννοια του κλάδου. «Κάθε πράξη που περιλαμβάνει το χρόνο και ανεπαρκή μέσα για την επίτευξη του σκοπού κάποιου περιλαμβάνει την παραίτηση τους από τη χρήση του επιτεύγματος κάποιου άλλου», γράφει ο Robbins. Με απλά λόγια, οτιδήποτε κάνουμε έχει κόστος: το κόστος του να μην κάνουμε κάτι άλλο. Αυτό έχει νόημα αν υποθέσουμε, όπως κάνει ο Robbins, πως θέλουμε να κάνουμε ένα απεριόριστο αριθμό πραγμάτων και δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με το να κάνουμε μόνο ένα πράγμα τη φορά. Στο περιορισμένο αυτό κόσμο των απεριόριστων επιθυμιών, δεν θα υπάρξει ποτέ ανάπαυση, κανένας παράδεισος, ούτε και όταν πεθάνουμε.

Η Ανεπάρκεια Γίνεται Πραγματική

Κανείς πέρα από τους ίδιους τους οικονομολόγους δεν έχει σκεφτεί πως θέλουμε να κάνουμε έναν απεριόριστο αριθμό πραγμάτων σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όπως και κανένας πέρα από τον Malthus δεν ισχυρίστηκε ποτές πως θέλουμε να κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αναμφίβολα είναι στη φύση μας να θέλουμε πολλά διαφορετικά πράγματα, και το να κάνουμε το ένα σημαίνει να μην κάνουμε ένα άλλο. Είναι όμως επίσης στη φύση μας να επιλέξουμε ή να αναζητήσουμε κα να θέσουμε ένα όριο, να είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε. (Στη πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα ζώο που να αναπαράγεται απεριόριστα ή να εργάζεται για να παράξει όλο και περισσότερα). Αυτή η φρενήρης «πραγματικότητα» του οικονομικού μοντέλου, ωστόσο, γίνεται όλο και περισσότερο η βιωμένη εμπειρία μας, με το καιρό γίνεται όλο και συντομότερη, καθώς οι επιταγές των οικονομικών μοντέλων διαμορφώνουν καθ’ εικόνα τους το κόσμο που περιγράφουν.

Ο Milton Friedman είναι γνωστό, υπερασπίστηκε τις υποθέσεις των νεοκλασικών οικονομικών με βάση πως μια υπόθεση πρέπει να κριθεί από τη δοκιμή των προβλέψεων της, όχι από το ρεαλισμό της. Δεν είναι όλοι ο Ροβινσώνας Κρούσος, για να φτιάξεις ένα οικονομικό μοντέλο πρέπει κανείς να απλουστεύσει. Αν στην υπόθεση μας πως συμπεριφερόμαστε σαν homo economicus παράγουμε μια ικανοποιητική απεικόνιση του κόσμου μας, τότε ας είναι, αφήνει να εννοηθεί ο Friedman. Τα μοντέλα ωστόσο, συχνά δεν είναι διαψεύσιμα. Πάρτε για παράδειγμα τον Malthus. Το ότι ο πληθυσμός δεν μπορεί να αυξηθεί πιο γρήγορα από το φαγητό είναι κοινοτοπία, ένα γεγονός, όχι πρόβλεψη. Το ότι η πραγματικότητα αυτή και το μοντέλο σου αρνούνται μια αδύνατη πρόβλεψη (π.χ. πως ο πληθυσμός μπορεί να αυξηθεί γεωμετρικά, στα 256 δισεκατομμύρια σήμερα) δεν σημαίνει πως το υπόλοιπο μοντέλο σου πιθανό. Απλά επιβεβαιώνεις ένα γεγονός (που αναμφίβολα παρουσιάζει ενδιαφέρον) πως αν ένας πληθυσμός αυξάνονταν στο φυσικό του ρυθμό, το μέγεθος του σήμερα θα ήταν ασύλληπτο, που σημαίνει πως κάτι πρέπει να τον κρατά υπό έλεγχο. Παρομοίως, η θεμελιώδης νεοκλασική υπόθεση πως τα άτομα μεγιστοποιούν το όφελος υποτίθεται πως επιβεβαιώνονται από το γεγονός πως είναι η βάση μιας θεωρίας ζήτησης και προσφοράς που εξηγεί τις τιμές. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να μετρήσει την ωφέλεια για να δοκιμάσει αν όντως σχετίζεται με τις τιμές. Με τον ισχυρισμό πως η ωφέλεια αποκαλύπτεται στις τιμές είναι ταυτολογία αν οι τιμές είναι ο μόνος τρόπος για να ξέρουμε πόσο χρήσιμο βρίσκουμε κάτι.

Όσο μη ρεαλιστικές και αν είναι αυτές οι υποθέσεις, η ιστορία της ανεπάρκειας συμφωνεί με την πραγματική εμπειρία της ανεπάρκειας, που η θεωρία βοηθά να δικαιολογηθεί, δίχως παραγωγή. Τα αναλυτικά οικονομικά εμφανίστηκαν με την βιομηχανική επανάσταση και το καπιταλισμό. Η ιδέα της ανεπάρκειας εμφανίστηκε σε ένα πλαίσιο μιας δίχως προηγούμενο κοινωνικής κινητικότητας και πλούτου. Η θρησκεία υποχώρησε και η φεουδαρχική αριστοκρατία εξασθένησε. Οι επιθυμίες και οι υλικές προσδοκίες απελευθερώθηκαν από τα όρια των ηθών, της τάξης και της θρησκείας. Η νέα αστική τάξη αισθάνθηκε νομιμοποιημένη στο να θέλει τα πάντα, και οι υπόλοιποι φιλοδοξούσαν να ζουν με αστικό τρόπο. Η θέση, χαρακτηριζόμενη από την κατανάλωση, αντικατέστησε τις σταθερές κοινωνικές θέσεις της τάξης, ιδιαίτερα στην ανωνυμία των πόλεων. Η ψυχολογική εμπειρία της προσωπικής ανεπάρκειας – να μην έχει κανείς όσα ο γείτονας ή οι άνθρωποι για τους οποίους διαβάζει στην εφημερίδα – ήταν πολύ πραγματική. Αυτή όμως η κοινωνική ανεπάρκεια βασισμένη στη σύγκριση ήταν η μια πλευρά του νομίσματος· η άλλη ήταν η πολύ πραγματική εμπειρία της υλικής ανέχειας, καθώς οι περιφράξεις εκτόπισαν τους γεωργούς και τους έστειλαν στα εργοστάσια ή, αν όχι εκεί, σε συσσίτια ή φτωχοκομεία.

Αυτές οι δυο εμπειρίες ανεπάρκειας – η ανισότητα θέσης και η επισφαλής πρόσβαση σε βασικά αγαθά – τροφοδοτούν η μια την άλλη ως σήμερα. Η περίφραξη των κοινών μας κάνει να εξαρτόμαστε περισσότερο στην έμμισθη εργασία, ενώ η θέση μας στην κοινωνική ιεραρχία χαρακτηρίζεται από την ικανότητα μας να αγοράζουμε αγαθά. Δεν πρόκειται για ζήτημα φουσκωμένων, εξωπραγματικών ή επιδεικτικών επιθυμιών, που είναι ασήμαντο αν δεν ικανοποιηθούν. Δηλαδή, η κατανάλωση κοντά στο κοινωνικό μέσο όρο δεν είναι ζήτημα επίδειξης αλλά αυτοσεβασμού, η συμμόρφωση με αυτό που σημαίνει αξιοπρεπής ζωή σύμφωνα ε τους όμοιους σου. Ο ανταγωνισμός για περιορισμένα αγαθά θέσης αυξάνει τη τιμή αυτών των αγαθών και μετατοπίζει πόρους από τα δημόσια ή κοινά αγαθά προς τα ιδιωτικά αγαθά, διαβρώνοντας τα πρώτα, κάνοντας περισσότερα αγαθά προσβάσιμα με χρηματικό αντίτιμο. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγεται η ανέχεια μέσα στην αφθονία.

Υπό το καπιταλισμό, ο διαρκώς αυξανόμενος πλούτος δεν μπορεί να εξαφανίσει την ανέχεια ή την εμπειρία της ανεπάρκειας. Οι άνθρωποι βιώνουν πάντοτε προσωπικά όρια σε σύγκριση με εκείνα που έχουν άλλοι πιο ψηλά στη κλίμακα· η υπόσχεση του συστήματος να επεκτείνεται δίχως όρια κρατά ζωντανή την ελπίδα τους πως αύριο θα έχουν περισσότερα, πιο κοντά σ’ αυτό που έχουν οι πλουσιότεροι σήμερα. Η ιατρική φροντίδα για τους φτωχούς σήμερα είναι πολύ καλύτερη από ότι ήταν για ένα αριστοκράτη την εποχή του Malthus, όμως βιώνουμε μια πραγματική αίσθηση ανεπάρκειας όταν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ιάσιμη θανάσιμη ασθένεια ενός αγαπημένου προσώπου, ενώ ένας πλούσιος μπορεί. Η ανισότητα παράγει την ανεπάρκεια.

Η ισότιμη κοινή χρήση των θα μπορούσε να αμβλύνει αυτή την ανεπάρκεια, καθώς οι άνθρωποι θα είχαν πρόσβαση στα ελάχιστα σε όσα χρειάζονται για να επιβιώσουν και καθώς θα συνέκριναν λιγότερο τους εαυτούς του με τους άλλους, έχοντας πρόσβαση στα ίδια κοινά. Το Δοκίμιο όμως του Malthus και μεγάλο μέρος της οικονομικής θεωρίας από εκεί και μετά θεωρητικοποίησε την εμπειρία της ανεπάρκειας με ένα τρόπο που προεικόνιζε την συσσώρευση και την ανάπτυξη, απορρίπτοντας τον διαμοιρασμό και την ισότητα.

Στην επιφάνεια , ο κόσμος των ορίων του Malthus μοιάζει πολύ διαφορετικός από το κόσμο της απεριόριστης ελευθερίας και επέκτασης των σύγχρονων οικονομικών. Όπως όμως έχω πει, ο κόσμος του Malthus ήταν ένας κόσμος ιδιαίτερων ορίων – είναι ένας κόσμος που τα όρια του επηρεάζουν ιδιαίτερα τους φτωχούς στο όνομα της απεριόριστης επέκτασης τυ όλου. Αυτό δεν διαφέρει από το αφήγημα του τύπου «δεν μπορούμε να ζούμε πέρα από τα όρια μας» όσων υποστηρίζουν σήμερα την λιτότητα. (Και με το «εμείς», εννοούν «εσείς»). Κατά τον Malthus, οι φτωχοί άνθρωποι δεν θα πρέπει να βοηθιούνται να ζουν πέρα από το περιορισμένο μερίδιο τροφής τους. Μόνο με το τρόπο αυτό θα περιορίσουν τις απεριόριστες επιθυμίες τους σε αυτό που παράγουν, και θα δουλέψουν σκληρότερα για να παράξουν περισσότερο. Ομοίως, για τους σύγχρονους υποστηρικτές της οικονομικής λιτότητας, οι φτωχοί άνθρωποι δεν πρέπει να βοηθιούνται μέσω της κοινωνικής πρόνοιας, επειδή θα καταναλώσουν περισσότερα από όσα παράγουν αντί να εργαστούν σκληρότερα για να παράξουν (και να καταναλώσουν) περισσότερα. Οι οικολόγοι έχουν επικρίνει τους νεοκλασικούς οικονομολόγους για την αντίληψη τους του «άδειου κόσμου», ένα κόσμο δίχως όρια σε πόρους. Παραδόξως όμως ο κόσμος τω οικονομολόγων ήταν, από την εποχή του Malthus, ένας γεμάτος κόσμος, τόσο γεμάτος που ποτέ δεν υπήρξε σε αυτόν θέση για τους φτωχούς. Το πλοίο μπορεί πάντα να γίνει πιο μεγάλο, αλλά θα παραμένει πάντα γεμάτο.

Ένα ερώτημα παραμένει: Γιατί τότε οι οικονομολόγοι υποβιβάζουν τον Malthus στη προϊστορία του κλάδου;

Υποψιάζομαι πως το κάνουν επειδή ο Malthus χρησιμεύει σαν εξαιρετικός μπαμπούλας ενός πριν και ενός μετά. Ο κόσμος των ελλείψεων τροφής και των λιμών του Malthus είναι το υποτιθέμενο πριν τον καπιταλιστικό κόσμο της αφθονίας, ένα πριν στο οποίο μπορεί ν επιστρέψουμε αν σηκώσουμε ο πόδι από το γκάζι. Όπως λέει ο Paul Krugman, «Ήταν μόνο με την βιομηχανική επανάσταση που ξεφύγαμε τελικά από την [μαλθουσιανή] παγίδα (αν το κατορθώσαμε – ενδεχομένως οι ιστορικοί του 35ου αιώνα θα θεωρούν την περίοδο 1800-2020 πάνω κάτω ως προσωρινή απόκλιση)». Υπάρχει ακόμη ένα πεδίο οικονομικών, η «ενοποιημένη θεωρία ανάπτυξης», που ειδικεύεται στην μετάβαση από την αποκαλούμενη μαλθουσιανή παγίδα στην απεριόριστη ανάπτυξη. Στη βιβλιογραφία αυτή, πολιτισμοί δίχως ανάπτυξη, στα εκατοντάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας πριν το καπιταλισμό, θεωρούνται ως εγκλωβισμένες σε μια «μαλθουσιανή παγίδα», θύματα της «μαλθουσιανής στασιμότητας».

Οι όροι αυτοί αφήνουν να εννοηθεί η ύπαρξη μιας ανεπιθύμητης κατάστασης από την οποία όσοι την βίωσαν θα θέλουν να ξεφύγουν. Δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις, ωστόσο, για προηγούμενους πολιτισμούς που θεώρησαν του εαυτούς τους εγκλωβισμένους στην στασιμότητά. Στο Πλούταρχο ή στο Θουκυδίδη, για παράδειγμα, βρίσκει κανείς έναν αρχαίο κόσμο φιλοσοφίας, δημοκρατίας, και ήλιου (με το περιστασιακό λουτρό αίματος). Δεν υπάρχουν παράπονα για στασιμότητα, πρόωρους θανάτους ή χαμηλά προσδόκιμα ζωής. Τα τελευταία είναι σύγχρονες ανησυχίες (αν και φυσικά οι γυναίκες και οι σκλάβοι είχαν διαφορετικές ιστορίες ζωής από εκείνες που ειπώθηκαν από το Πλούταρχο ή τον Θουκυδίδη).η απεριόριστη επέκταση – της ζωής, της οικονομίας και ούτω καθεξής – εμφανίζεται ως κεντρική επιδίωξη με το καπιταλισμό και της μορφές του ιδιαίτερου φαντασιακού του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού. Υπό την οπτική γωνία των οικονομικών, έτσι, μια σταθερή κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως στασιμότητα, μια κατάσταση που πρέπει να υπερνικηθεί.

Ο Μalthus, επιμένω να θεωρώ, δεν είναι προάγγελος ή εξαίρεση αλλά αντίθετα ο ακρογωνιαίος λίθος των σύγχρονων οικονομικών. Η παρούσα κατάσταση των οικονομικών πάει μακριά προ την επεξήγηση της διαρκούς επικαιρότητας του. Για αυτό και για να γράψω ένα βιβλίο πάνω στα όρια 220 χρόνια μετά την δημοσίευση του Δοκιμίου του πρέπει να ξεκινήσω ξανά από αυτόν. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Mayhew, λίγοι άνθρωποι σκέφτονται πως ο Adam Smith επαληθεύτηκε από την απεριόριστη ανάπτυξη ή διαψεύστηκε από την Μεγάλη Ύφεση. Το γεγονός πως ο Malthus θεωρείται ως «αιώνια σύγχρονος» αποδεικνύεται από τ ότι το έργο του θεωρείται κανόνας. Δυστυχώς και η οικολογία επίσης κληρονόμησε τον κανόνα του Malthus, ελαχιστοποιώντας το οικολογικό ζήτημα σε οικονομικό ιδίωμα επιθυμιών, πόρων και τεχνολογιών.

Τα Όρια της Μαλθουσιανής Οικολογίας

Το σύγχρονο αμερικάνικο οικολογικό κίνημα γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε μια «μαλθουσιανή στιγμή» φόβου σχετικά με την αύξηση του πληθυσμού. Ο αμερικάνικος και ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Το φάσμα των λιμών στην Ασία ή στην Αφρική να μετατρέπονται σε επαναστάσεις και μια πυρηνική σύγκρουση μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων δημιούργησε φόβους για μια «πληθυσμιακή βόμβα», και ο πληθυσμός έγινε κεντρικό ζήτημα εξίσου για πολιτικούς και κοινό. Οι Garrett Hardin και Paul Ehrlich – ακαδημαϊκοί οικολόγοι που υποστήριζαν πως ο πληθυσμός δεν μπορεί να αυξάνεται για πολύ με γεωμετρικό ρυθμό επειδή μια καταστροφική δικλείδα ασφαλείας θα τον κρατήσει υπό έλεγχο – έγιναν ευρέως γνωστά.

Οι «νέο-μαλθουσιανοί» αυτοί κράτησαν την ιδέα ενός πεπερασμένου κόσμου που θα συγκρούονταν με την γεωμετρική ανάπτυξη. Αντίθετα όμως από τον Malthus απέδιδαν την ανεπάρκεια στη φύση των πόρων και στη γη, όχι στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρούσαν ως εύπλαστη. Αντίθετα από τον Malthus, οι νέο-μαλθουσιανοί ζητούσαν έλεγχο γεννήσεων ή αναγκαστικούς περιορισμούς πάνω στους πληθυσμούς από το κράτος. Απέναντι από τους νέο-μαλθουσιανούς, οι οικονομολόγοι επικαλούνταν το άλλο μισό της ιστορίας του Malthus, εκείνο της αύξησης της παραγωγής τροφής. Μαζί, νέο-μαλθουσιανοί και οικονομολόγοι έπαιζαν τις δυο πλευρές του νομίσματος του Δοκιμίου: απεριόριστη ανάπτυξη σε ένα περιορισμένο κόσμο. Τελικά, ήταν οι οικονομολόγοι που κέρδισαν το παιχνίδι, καθώς η τροφοδοτούμενη από τα ορυκτά καύσιμα πράσινη επανάσταση της δεκαετίας του 1970 και μια μείωση στο ρυθμό γεννήσεων στη Δύση και στη Κίνα άμβλυναν τις ανησυχίες σχετικά με το πληθυσμό. (Ο παγκόσμιος πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται, αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό).

Οι οικολόγοι ήθελαν να περιορίσουν την ανάπτυξη επειδή καταστρέφει το περιβάλλον. Κατέληξαν όμως να υποστηρίζουν, πως αν δεν διατηρηθεί το περιβάλλον, η ανάπτυξη θα τελειώσει, κάνοντας τον επιφανή οικονομολόγο Robert Solow να αστειευθεί λέγοντας πως οι οικολόγοι είναι περισσότερο υπέρ της ανάπτυξης από όσο συνειδητοποιούν. Το 1972 η Λέσχη της Ρώμης παράγγειλε μια μελέτη που εκδόθηκε στη συνέχεια ως τα Όρια στην Ανάπτυξη, η σημαντική έκθεση από την Donella Meadows και μια ομάδα νεαρών ερευνητών στο ΜΙΤ. Πίσω από τις προσομοιώσεις της έκθεσης υπήρχε μια απλή ιδέα: μεγιστοποίησε την αύξηση του πληθυσμού και η κατανάλωση γρήγορα φτάνει στο άπειρο. Καθώς το άπειρο δεν είναι λογικά εφικτό, η ανάπτυξη πρέπει να και θα ελεγχθεί.

Η έκθεση κληρονόμησε τη λογική του Malthus, με την οικονομία να παίρνει τη θέση του πληθυσμού και οι πόροι εκείνη της τροφής. Η οικονομία, υποστήριξαν η Meadows και οι συνεργάτες της, δεν μπορεί να αναπτυχθεί πιο γρήγορα από το ρυθμό απόσπασης πόρων. Οι πόροι είναι περατοί, και αργά ή γρήγορα η οικονομία θα καταρρεύσει, περιορισμένη από την διαθεσιμότητα τους. Αντίθετα από τον Malthus όμως, η ομάδα του ΜΙΤ θεώρησε πως μπορούμε να περιορίσουμε τον εαυτό μας μέσα στα όρια των πόρων και να μετατρέψουμε την κατάρρευση σε ομαλή προσγείωση, διατηρώντας το υψηλότερο δυνατό επίπεδο σταθερού πληθυσμού και κατανάλωσης (βασικά, με την μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές, ανακύκλωση και τη χρήση περατών πόρων με αρκετά χαμηλό ρυθμό ώστε να επιτραπεί η υποκατάσταση τους). η επιλογή ήταν μεταξύ περιορισμό της ανάπτυξης με ομαλό τρόπο ή να αφεθεί να καταρρεύσει άσχημα και να αυτοπεριοριστεί.

Η οικολογία αυτού του είδους δεν δέχονταν την μαλθουσιανή υπόθεση των απεριόριστων επιθυμιών, αλλά ούτε και διερεύνησε την επιθυμητότητα των κυρίαρχων επιθυμιών. Το σενάριο με το καλό τέλος στα Όρια στην Ανάπτυξη ήταν εκείνο της επιβράδυνσης της ανάπτυξης ώστε να διατηρηθεί στη διηνεκές ο υψηλότερος δυνατός αριθμός ανθρώπων. Ο λόγος για την επιβράδυνση είχε ελάχιστα να κάνει με την φιλοδοξία για ένα διαφορετικό, καλύτερο τρόπο ζωής. Ήταν μάλλον μια προσαρμογή σε εξωτερικά όρια, όρια επιβεβλημένα από τη φύση των πραγμάτων με τα οποία συγκρούονταν οι επιθυμίες μας. Η ώθηση για αλλαγή δεν ήταν επιθυμία, αλλά επιβίωση μπροστά στην επικείμενη κατάρρευση.

Αυτό το μαλθουσιανό πλαίσιο ήταν νερό στο μύλο των οικονομολόγων. Ο Robert Solow, επίσης από το ΜΙΤ, τέθηκε επικεφαλής της επίθεσης με μια φλογερή ομιλία μετά τη δημοσιοποίηση των Ορίων στην Ανάπτυξη. Πόσο γρήγορα μπορούμε να αποσπάσουμε πόρους ή, δεδομένων των ορίων, πόση παραγωγή μπορούμε να εξάγουμε από ένα δεδομένο μέγεθος πόρων είναι ζήτημα τεχνολογίας. Όχι μόνο υπάρχουν επαρκείς πόροι, υποστήριξε ο Solow, αλλά ακόμη και αν εξαντλούνταν, οι τιμές τους θα ανέβαιναν και θα αναπτύσσαμε νεότερες τεχνολογίες που χρησιμοποιούν λιγότερους πόρους ή θα στραφούμε σε άλλους πόρους που δεν είναι ακόμη περιορισμένοι (μέσω της αποκαλούμενης υποκατάστασης). Αν η παραγωγή τροφής επέτρεπε την αύξηση του πληθυσμού στο μοντέλο του Malthus, η τεχνολογία μπορούσε να επιτρέψει την οικονομική στο μοντέλο του Solow.

Στην απάντηση του και στην έρευνα του στη συνέχεια ο Solow μετατόπισε το οικολογικό ζήτημα πλήρως στο πεδίο των οικονομικών, κάτι από τη φύση του ταιριαστό με δεδομένο το μαλθουσιανό πλαίσιο. Το πρόβλημα τέθηκε ως εκείνο των σχετικών ρυθμών απόσπασης πόρων και τεχνολογικής αλλαγής. Αν οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι, όπως υποστήριζε η ομάδα των Ορίων, τότε, απάντησε ο Solow, ακόμη και η αρνητική ανάπτυξη – βασικά, οτιδήποτε πάνω από τη μηδενική χρήση πόρων – θα τους εξαντλούσε τελευταίους και θα έφερνε το τέλος στη παραγωγή. Το ζήτημα έγινε πως θα κατανεμηθούν περιορισμένοι πόροι μέσα στο χρόνο για να συντηρήσουν το μέγιστο συνολικό αριθμό ανθρωπο-ετών. Αυτό ήταν τελικά το ερώτημα μιας βέλτιστης κατανομής σπάνιων πόρων μεταξύ των γενεών. Και το πως θα κατανείμεις σπάνιους πόρους είναι αυτό είναι ουσιαστικά τα οικονομικά.

Το σημαντικότερο, οι οικονομολόγοι μετά τον Robbins  είχαν αναπτύξει την ιδέα πως δεν είναι μόνο οι φυσικοί πόροι που είναι ανεπαρκείς αλλά και το κεφάλαιο, η εργατική δύναμη και ο χρόνος. Από την οπτική αυτή μπορεί να είναι καλύτερο να μείνουν με λιγότερα δάση οι μελλοντικές γενιές ή πιο μολυσμένους ωκεανούς αν αυτό ήταν το κόστος της μεταβίβασης μεγαλύτερου τεχνολογικού κεφαλαίου με το οποίο θα έκαναν περισσότερα πράγματα. Τοποθετώντας το ερώτημα ως εκείνο μεταξύ , ας πούμε, της χρήσης λιγότερου ή περισσότερου δάσους μετέφερε το ζήτημα από οικολογικά όρια σε ζήτημα κατανομής και στην αποτελεσματικότητα της παράτασης του υψηλότερου επιπέδου ικανοποίησης  των επιθυμιών για το μέγιστο δυνατό πληθυσμό. Αν με το να κόψουμε δέντρα σήμερα είμαστε αύριο καλύτερα οικονομικά τότε ας είναι.

Σε άλλο σημείο ανέφερα την δική μου άποψη ως προς το αν η τεχνολογία μπορεί να συμβαδίσει με την εξάντληση των πόρων ή αν το κεφάλαιο μπορεί να υποκαταστήσει τη φύση. Η συνολική γεωμετρική πρόοδος τείνει στο άπειρο, και όπως πρώτος σημείωσε ο Malthus, πρέπει λογικά να ελεγχθεί. Τι θα την ελέγξει, πότε ή πόσο σύντομα είναι λιγότερο σαφές. Μια κατάρρευση επιπλέον, μπορεί εύκολα να ακολουθηθεί από μια ανανεωμένη ανάπτυξη από χαμηλότερο επίπεδο – ένα όριο στο μέγιστο μέγεθος της οικονομίας δεν είναι το ίδιο, μιλώντας με αυστηρούς όρους, με ένα όριο στην ανάπτυξη. Ο σκοπός μου εδώ δεν είναι επιστρέψω σε επιχειρήματα σχετικά με το ποιος έχει δίκιο ή άδικο στον ατελείωτο αυτό διάλογο σχετικά με το αν υπάρχουν όρια στην ανάπτυξη, αλλά αντίθετα να διερευνήσω το πλαίσιο του.

Οι νέο-μαλθουσιανοί οικολόγοι μπορεί να κατέληξαν στην ιδέα ενός περιορισμένου κόσμου ακολουθώντας διαφορετική πορεία από του Malthus (περιορισμένοι πόροι αντί απεριόριστων επιθυμιών), η εκδοχή τους των ορίων ως φυσικά ενσωματωμένων στην κατάσταση του κόσμου αναπαράγει το μοντέλο ανεπάρκειας του Malthus και των οικονομολόγων. Όπως ο Malthus, που επικαλέστηκε την κατάρρευση για να συντηρήσει έναν μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων, οι οικολόγοι, όταν επικαλούνται τα όρια για ή την κατάρρευση της ανάπτυξης, εννοούν πως αυτό που θέλουμε είναι να συντηρήσουμε την μέγιστη παραγωγή για όσο είναι δυνατόν περισσότερο. Μέσα σ’ αυτό το μαλθουσιανό πλαίσιο, το οικολογικό ερώτημα ελαχιστοποιείται σε οικονομικό για το πως θα διατηρηθεί η βέλτιστη παραγωγή με δεδομένους τους περιορισμούς της ανεπάρκειας, που με τη σειρά του ανοίγει το δρόμο σε λύσεις αγοράς για προβλήματα που είναι στην ουσία κοινωνικά. Η απαίτηση για περιορισμό της ανάπτυξης, μια απαίτηση που θεωρώ εκφράσει μια προπατορική αγωνία για την ύβρι και μια επιθυμία για ζωή και την εύρεση νοήματος με διαφορετικό τρόπο, ελαχιστοποιείται σε μια στείρα επιστημονική διαφωνία, μαζί με στοιχήματα, για το πως μπορεί να διατηρηθεί η ανάπτυξη και για πόσο.

Με την υιοθέτηση του μαλθουσιανού πλαισίου, οι οικολόγοι σκόνταψαν πάνω στα όρια της δικής τους αντίληψης των ορίων. Τα πράγματα όμως δεν χρειάζονταν να είναι έτσι.

Σχολιάστε