Κείμενο που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο Kashmir: The Case For Freedom (Verso Books, 2011). Η Arundhati Roy είναι συγγραφέας και ακτιβίστρια. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

*Για λόγους ευκολίας για τον Μουσουλμάνους του Κασμίρ επιλέχθηκε ο όρος Κασμίρι και για τους Ινδούς ο όρος Χίντι.

Στη διάρκεια των μηνών του καλοκαιριού το 2008, οι άνθρωποι στο Κασμίρ ήταν ελεύθεροι. Παραμέρισαν το τρόμο του να ζουν μπροστά από τα σκόπευτρα μισού εκατομμυρίου βαριά οπλισμένων στρατιωτών στη πιο πυκνά στρατιωτικοποιημένη ζώνη στο κόσμο.

Μετά από δεκαοχτώ χρόνια διαχείρισης μιας στρατιωτικής κατοχής, η ινδική κυβέρνηση διαπίστωσε πως ο χειρότερος εφιάλτης της είχε γίνει πραγματικότητα. Έχοντας διακηρύξει πως το μαχητικό κίνημα του Κασμίρ είχε τσακιστεί, ήταν αντιμέτωπη με μια μαζική μη βίαιη διαδήλωση, αλλά όχι από το είδος που ξέρει να διαχειρίζεται. Ήταν θρεμμένη από την μνήμη των ανθρώπων για τα χρόνια της καταστολής στα οποία δεκάδες χιλιάδες είχαν σκοτωθεί, χιλιάδες είχαν «εξαφανιστεί» και εκατοντάδες χιλιάδες είχαν βασανιστεί, τραυματιστεί, βιαστεί και ταπεινωθεί. Αυτό το είδος της οργής, μόλις βρει έκφραση, δεν μπορεί να εξημερωθεί εύκολα, να φυλακιστεί ξανά και να πάει από εκεί που ήρθε.

Γιατί όλα εκείνα τα χρόνια, το ινδικό κράτος, γνωστό ανάμεσα σε εκείνους που ξέρουν ως το Βαθύ Κράτος, είχε κάνει ότι μπορούσε για να υπονομεύσει, να καταστείλει, να αντιπροσωπεύσει, να παραμορφώσει, να δυσφημίσει, να ερμηνεύσει, να εκφοβίσει, να εξαγοράσει και απλά να πνίξει τη φωνή του λαού του Κασμίρ. Είχε χρησιμοποιήσει χρήματα (πολλά από αυτά), παραπληροφόρηση, προπαγάνδα, βασανιστήρια, περίπλοκα δίκτυα συνεργατών και πληροφοριοδοτών, τρομοκρατία, φυλάκιση, εκβιασμό και στημένες εκλογές για να υποτάξει αυτό που οι δημοκράτες θα αποκαλούσαν τη θέληση του λαού. Το Βαθύ Κράτος όμως, όπως συνηθίζουν να κάνουν στο τέλος τα βαθιά κράτη, μεθυσμένο από την ίδια του την ύβρι και πιστεύοντας την ίδια του την προπαγάνδα, έκανε το λάθος να πιστέψει πως η επικυριαρχία ήταν νίκη, πως η «κανονικότητα» που είχε επιβάλει μέσω της κάνης το όπλου ήταν πράγματι κανονική, και πως η σκυθρωπή σιωπή των ανθρώπων ήταν συγκατάθεση.

Η πλουσιοπάροχα προικοδοτημένη βιομηχανία της ειρήνης, μιλώντας για λογαριασμό των ανθρώπων, μας πληροφόρησε πως «οι άνθρωποι στο Κασμίρ κουράστηκαν από τη βία και θέλουν ειρήνη». Τι είδους ειρήνη ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν δεν διευκρινίστηκε ποτέ. Το απόθεμα ταινιών του Μπόλιγουντ με Μουσουλμάνους/Κασμίρι τρομοκράτες είχε κάνει τους περισσότερους Ινδούς να πιστεύουν πως μπορούσαν να αποδώσουν τα προβλήματα του Κασμίρ πάνω στους κακούς, μισάνθρωπους τρομοκράτες.

Για όποιον νοιάζονταν να ρωτήσει ή το κυριότερο να ακούσει, ήταν πάντα ξεκάθαρο πως ακόμη και στις σκοτεινότερες στιγμές τους, οι άνθρωποι στο Κασμίρ είχε κρατήσει τη φλόγα αναμμένη και πως δεν ήταν μόνο η ειρήνη που επιζητούσαν, αλλά και η ελευθερία.

Σε ένα ξαφνικό παιχνίδι της μοίρας, μια κακά εμπνευσμένη κίνηση για τη μεταφορά εκατό εκταρίων κρατικού δάσους στο Συμβούλιο του Ναού του Αμαρνάθ (που οργανώνει το ετήσιο προσκύνημα ινδουιστικό προσκύνημα σε μια σπηλιά βαθιά μέσα στα Ιμαλάια στο Κασμίρ), έγινε το αντίστοιχο ενός αναμμένου σπίρτου που πέφτει σε ένα βαρέλι βενζίνης. Μέχρι το 1989, το προσκύνημα στο Αμαρνάθ προσέλκυε 20000 ανθρώπους, που ταξίδευαν στη σπηλιά στο Αμαρνάθ σε μια περίοδο περίπου δυο εβδομάδων. Το 1990, όταν η ανοιχτά ισλαμική ένοπλη εξέγερση στη Κοιλάδα του Κασμίρ συνέπεσε με τη διάδοση της κακοήθους Χιντούτβα (Hindutva, Ινδουιστικός εθνικισμός) στα εδάφη της Ινδίας, ο αριθμός των προσκυνητών αυξήθηκε γεωμετρικά. Μέχρι το 2008, περισσότεροι από 500000 προσκυνητές επισκέπτονταν τη σπηλιά του Αμαρνάθ κάθε χρόνο, ταξιδεύοντας σε μεγάλες ομάδες, το ταξίδι τους συχνά χορηγούνταν από μεγάλες επιχειρήσεις.

Για πολλούς ανθρώπους στη κοιλάδα, η δραματική αύξηση σε αριθμό αποτελούσε μια επιθετική πολιτική δήλωση από μια όλο και περισσότερο φονταμενταλιστικό ινδουιστικό ινδικό κράτος. Σωστό ή λάθος, η μεταφορά της γης θεωρήθηκε ως η λεπτή ακμή του τσεκουριού. Πυροδότησε μια αγωνία: πως αυτό ήταν η αρχή ενός υπολογισμένου σχεδίου για την δημιουργία ισραηλινού τύπου οικισμών και αλλαγής της δημογραφίας της κοιλάδας.

Μαζικές διαδηλώσεις έκαναν την κοιλάδα να κλείσει πλήρως. Μέσα σε ώρες, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν από τις πόλεις στα χωριά. Νεαροί που πετούσαν πέτρες κατέβηκαν στο δρόμο και αντιμετώπισαν ένοπλά αστυνομία, που άνοιξε πυρ εναντίον τους, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς. Για τους ανθρώπους του Κασμίρ όπως και για την ινδική κυβέρνηση, αυτή η εξέγερση ξύπνησε μνήμες της εξέγερσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μέσα στις εβδομάδες διαδηλώσεων, γενικών απεργιών και αστυνομικής βίας, η προπαγανδιστική μηχανή της Χιντούτβα κατηγόρησε τους Κασμίρι για κάθε είδους συλλογικής ακρότητας, ενώ οι 500000 προσκυνητές του Αμαρνάθ ολοκλήρωσαν το προσκύνημα τους όχι μόνο ανενόχλητοι, αλλά και συγκινημένοι από τη φιλοξενία που δέχτηκαν από το τοπικό πληθυσμό.

Τελικά, έχοντας μείνει κατάπληκτη από την δυναμικότητα της αντίδραση, η κυβέρνηση ανακάλεσε τη μεταφορά γης. Η μεταφορά της γης όμως είχε γίνει αυτό που ο ανώτερος αποσχιστής ηγέτης Syed Ali Shah Geelani αποκαλούσε μη-ζήτημα.

Μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην ανάκληση ξέσπασαν στην κατά πλειονότητα Χίντι πόλη του Τζαμού. Και εκεί επίσης το ζήτημα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Οι Χίντι άρχισαν να θέτουν ζητήματα παραμέλησης και διάκρισης από το ινδικό κράτος. (Για κάποιο παράξενο λόγο κατηγορούσαν τους Κασμίρι για την παραμέληση αυτή). Οι διαδηλώσεις οδήγησαν στο κλείσιμο του αυτοκινητόδρομου μεταξύ Τζαμού και Σριναγκάρ, τον μόνο λειτουργικό οδικό σύνδεσμο μεταξύ Ινδίας και Κασμίρ. Κλήθηκε ο στρατός για να ανοίξει το δρόμο και να επιτρέψει το ασφαλές πέρασμα φορτηγών μεταξύ Τζαμού και Σριναγκάρ. Περιστατικά βίας όμως ενάντια στους Κασμίρι οδηγούς φορτηγών αναφέρονταν μακριά ως το Πουντζάμπ, όπου δεν υπήρχε καμιά προστασία. Ως αποτέλεσμα οι Κασμίρι οδηγοί φορτηγών, από φόβο για τη ζωή τους, αρνούνταν να οδηγήσουν στον αυτοκινητόδρομο. Φορτία με ευπαθή φρέσκα φρούτα και γαλακτοκομικά της κοιλάδας άρχισαν να σαπίζουν. Έγινε εμφανές πως το μπλόκο έκανε την κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως το μπλόκο είχε καθαρίσει και πως τα φορτηγά περνούσαν. Τμήμα των ινδικών μέσων, επικαλούμενα τις αναπόφευκτες «έγκυρες» πηγές, άρχισαν να αναφέρονται σ’ αυτό ως «θεωρούμενο» μπλόκο, και ακόμη και να λένε πως δεν υπήρξε καν ποτέ.

Ήταν όμως πολύ αργά για αυτά τα παιχνίδια· η ζημιά είχε γίνει. Είχε γίνει σαφές στους ανθρώπους στο Κασμίρ πως ζούσαν υπό ανοχή και πως αν δεν συμπεριφέρονταν καλά θα βρίσκονταν υπό πολιορκία, πεινασμένοι, στερημένοι απαραίτητων αγαθών και φαρμάκων. Ο πραγματικός αποκλεισμός μετατράπηκε σε ψυχολογικό. Ο τελευταίος εύθραυστος δεσμός μεταξύ Ινδίας και Κασμίρ είχε σπάσει.

Το να περιμένεις τα πράγματα να τελειώσουν εδώ είναι φυσικά παράλογο. Δεν είχε παρατηρήσει κανείς πως στο Κασμίρ ακόμη και οι διαμαρτυρίες για μικρά κοινωνικά ζητήματα όπως το νερό και το ρεύμα αναπόφευκτα μετατρέπονταν σε απαιτήσεις για ελευθερία (azadi); Το να τους απειλείς με μαζικό λιμό ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία.

Δεν είναι έκπληξη πως η φωνή που η Κυβέρνηση της Ινδίας προσπάθησε να φιμώσει στο Κασμίρ μετατράπηκε σε εκκωφαντικό βρυχηθμό; Εκατοντάδες χιλιάδες άοπλων ανθρώπων βγήκαν για να ανακτήσουν τις πόλεις τους, τους δρόμους τους και τις γειτονιές τους. Υπερκέρασαν τις βαριά οπλισμένες δυνάμεις ασφαλείας απλά με τον αριθμό τους και με αξιοσημείωτη επίδειξη καθαρού κουράγιου.

Μεγαλωμένη σε ένα παιδότοπο στρατιωτικών στρατοπέδων, σημείων ελέγχου και οχυρών, με κραυγές από θαλάμους βασανιστηρίων για μουσική υπόκρουση, η νεότερη γενιά ξαφνικά ανακάλυψε τη δύναμη των μαζικών διαμαρτυριών και πάνω από όλα την αξιοπρέπεια του να είναι σε θέση να ορθώνουν το ανάστημα και να μιλούν για τους εαυτούς τους, να αντιπροσωπεύουν τους εαυτούς τους. για αυτούς, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από επιφοίτηση. Σε πλήρη ανάπτυξη, ούτε ο φόβος του θανάτου έμοιαζε να μπορεί να τους συγκρατήσει. Και μόλις αυτός ο φόβος χάθηκε, τι σημασία έχει ο μεγαλύτερος, ή δεύτερος μεγαλύτερος, στρατός στο κόσμο; Τι απειλεί αποτελεί; Ποιος το ξέρει αυτό καλύτερα από τους ανθρώπους στην Ινδία που κέρδισαν την ελευθερία τους με το τρόπο που το έκαναν;

Με τις συνθήκες στο Κασμίρ να είναι αυτές που ήταν, ήταν δύσκολο για τους προπαγανδιστές να καταφύγουν στα ίδια και τα ίδια – να ισχυριστούν πως ήταν όλα δουλειά της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Πακιστάν (ISI) ή πως ο κόσμος εξαναγκάζονταν από αντάρτες. Από τη δεκαετία του 1930 και μετά, το ερώτημα για το ποιος έχει το δικαίωμα να ισχυριστεί πως εκπροσωπεί αυτό το άπιαστο πράγμα που είναι γνωστό ως κοινή γνώμη του Κασμίρ είναι αντικείμενο σκληρού ανταγωνισμού. Ήταν ο Σεΐχης Αμπντουλάχ; Το Μουσουλμανικό συνέδριο; Ποιος ήταν σήμερα; Τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα; Το Χουριάτ; Οι μαχητές; Αυτή τη φορά όμως μπροστά ήταν ο λαός. Υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις στο παρελθόν, αλλά καμιά στη πρόσφατη μνήμη δεν είχε τέτοια διάρκεια και εξαπλωθεί τόσο.

Τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα του Κασμίρ – το εθνικός Συνέδριο, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα – στηριγμένα από το Βαθύ Κράτος και τα ινδικά μέσα, παρά την ασήμαντη συμμετοχή στην μια μετά την άλλη ψηφοφορία, εμφανίστηκαν υπάκουα για διάλογο στα τηλεοπτικά στούντιο του Νέου Δελχί αλλά δεν μπορούσαν να βρουν το θάρρος να εμφανιστούν στους δρόμους του Κασμίρ. Στη διάρκεια των χειρότερων ετών της καταπίεσης, οι ένοπλοι μαχητές θεωρούνταν ως οι μόνοι που κρατούσαν αναμμένη τη φλόγα της ελευθερίας. Το 2008 όμως, αν υπήρχαν καν, έμοιαζαν να είναι ικανοποιημένοι να αφήσουν τη πρώτη θέση και να αφήσουν το λαό να πολεμήσει έτσι για αλλαγή.

Οι αποσχιστές ηγέτες που εμφανίστηκαν να μιλήσουν στις συγκεντρώσεις δεν ήταν τόσο ηγέτες όσο ακόλουθοι, καθοδηγούμενοι από την πρωτοφανή αυθόρμητη ενέργεια ενός φυλακισμένου, θυμωμένου λαού, ενέργεια που εξερράγη στους δρόμους του Κασμίρ. Αυτοί οι ηγέτες, όπως ήταν, ήταν μπροστά από μια κανονική επανάσταση. Η μόνη προϋπόθεση έμοιαζε να είναι να κάνουν αυτό που έλεγαν οι άνθρωποι. Αν έλεγαν πράγματα που δεν ήθελαν να ακούσουν οι άνθρωποι πείθονταν ευγενικά να βγουν, να απολογηθούν δημόσια και να διορθώσουν τη πορεία τους. αυτό ίσχυε για όλους τους, περιλαμβανόμενου του Syed Ali Shah Geelani, ο οποίος σε μια δημόσια συγκέντρωση ανακήρυξε τον εαυτό του ως το μόνο ηγέτη του κινήματος. Ήταν μια μνημειώδης πολιτική γκάφα που σχεδόν θρυμμάτισε την εύθραυστη καινούρια συμμαχία μεταξύ των διάφορων φραξιών του αγώνα. Μ΄λεσα σε ώρες ανακάλεσε τη δήλωση του. Είτε αρέσει είτε όχι, αυτό είναι δημοκρατία. Κανείς δημοκράτης δεν θα ισχυρίζονταν κάτι διαφορετικό.

Κάθε μέρα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατακλύζαν τόπους που έκρυβαν τρομερές αναμνήσεις για αυτούς. Κατέστρεψαν φυλάκια, γκρέμισαν φράχτες από συρματόπλεγμα και στάθηκαν μπροστά από τις κάνες των πολυβόλων των στρατιωτών, λέγοντας αυτό που πολύ λίγοι ήθελαν να ακούσουν στην Ινδία: «Hum kya chahte? Azadi!», Θέλουμε ελευθερία. Και πρέπει να αναφερθεί, φώναζαν σε ίδιο μέγεθος και με ίση ένταση, «Jeevey jeevey Pakistan!», Ζήτω το Πακιστάν!

Ο ήχος αυτός αντήχησε στη κοιλάδα σαν το χτύπημα μιας σταθερής βροχής πάνω σε μια τσίγκινη οροφή, ή σαν τον κεραυνό πριν μια ηλεκτρική καταιγίδα. Ήταν το δημοψήφισμα που δεν έγινε ποτέ, το δημοψήφισμα που έχει αναβληθεί επ’ αόριστο.

Στις 15 Αυγούστου, την Ημέρα Ανεξαρτησίας της Ινδίας, η πόλη του Σριναγκάρ είχε κλείσει πλήρως. Το Στάδιο Μπακσί, όπου ο κυβερνήτης N. N. Vohra, έκανε έπαρση της ινδικής σημαίας, ήταν εντελώς άδειο με εξαίρεση μερικούς αξιωματούχους. Μερικές ώρες αργότερα, η Κόκκινη Πλατεία (Lal Chowk) το νευρικό κέντρο της πόλης (όπου το 1992, ο Murli Manohar Joshi, ηγέτης του Ινδικού Λαϊκού Κόμματος [BJP], και εμπνευστής της αμφιλεγόμενης «ινδοποίησης» των σχολικών βιβλίων ιστορίας, ξεκίνησε την παράδοση της έπαρσης της σημαίας από Δύναμη Προστασίας των Συνόρων), καταλήφθηκε από χιλιάδες ανθρώπους που κρατούσαν την πακιστανική σημαία και εύχονταν ο ένας στον άλλο, «καλή καθυστερημένη Ημέρα της Ανεξαρτησίας», )το Πακιστάν γιορτάζει την Ημέρα της Ανεξαρτησίας στις 14 Αυγούστου) και «Καλή Ημέρα της Σκλαβιάς» το χιούμορ προφανώς επιβίωσε τα πολλά κέντρα βασανισμού και «Άμπου Γκρέιμπ» της Ινδίας στο Κασμίρ.

Στις 16 Αυγούστου, περισσότεροι από 300000 άνθρωποι έκαναν πορεία στο Παμπόρε, στο χωριό του ηγέτη του Χουριάτ Σεΐχη Abdul Aziz τον οποίο εκτέλεσαν εν ψυχρώ πέντε μέρες νωρίτερα. Συμμετείχε σε μια μαζική πορεία προς τη Γραμμή Ελέγχου απαιτώντας πως καθώς ο δρόμος για το Τζαμού είχε κλείσει, ήταν απολύτως λογικό να ανοίξει ο αυτοκινητόδρομος μεταξύ Σριναγκάρ και Μουζαφαραμπατ για τη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών, όπως ήταν πριν διχοτομηθεί το Κασμίρ.

Στις 18 Αυγούστου ένας αντίστοιχος αριθμός συγκεντρώθηκε στο Σριναγκάρ στις τεράστιες εγκαταστάσεις του Κέντρου Υποδοχής Τουριστών (ΚΥΤ), κοντά στην Ομάδα Στρατιωτικών Παρατηρητών στην Ινδία και το Πακιστάν του ΟΗΕ (UNMOGIP), για να παραδώσουν ένα υπόμνημα ζητώντας τρία πράγματα: το τέλος της ινδικής κυριαρχίας, την ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ και την έρευνα για τις δυο δεκαετίες εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν με σχεδόν απόλυτη ασυλία από τον ινδικό στρατό και αστυνομία.

Την μέρα πριν τη συγκέντρωση, το Βαθύ Κράτος εργάζονταν σκληρά. Ένας φίλος, παλιός δημοσιογράφος με κάλεσε για να μου πει πως αργά το απόγευμα ο υπουργός εσωτερικών πραγματοποίησε συνάντηση ανώτερου επιπέδου στο Νέο Δελχί. Επίσης παρόντες ήταν ο υπουργός άμυνας και οι αρχηγοί των υπηρεσιών πληροφοριών. Ο σκοπός της συνάντησης ήταν, είπε, να ενημερωθούν οι αρχισυντάκτες των τηλεοπτικών ειδησεογραφικών καναλιών πως η κυβέρνηση είχε λόγο να πιστεύει πως η εξέγερση διευθύνονταν από ένα μικρό αποσχισμένο πυρήνα της ISI και να ζητήσει τα κανάλια να έχουν αυτή την αποκλειστική, άκρως μυστική πληροφορία κατά νου όσο κάλυπταν  (ή πιθανώς δεν κάλυπταν;) τα νέα από το Κασμίρ. Δυστυχώς για το Βαθύ Κράτος, τα πράγματα είχαν προχωρήσει τόσο που τα κανάλια, αν είχαν υπακούσει στις οδηγίες τους, κινδύνευαν να φανούν γελοία. Ευτυχώς, εν τέλει, η επανάσταση θα μεταδίδονταν τηλεοπτικά.

Τη νύχτα της 17ης Αυγούστου, η πόλη απέκλεισε την πόλη. Οι δρόμοι αποκλείστηκαν· χιλιάδες ένοπλοι αστυνομικοί βρίσκονταν στους φραγμούς. Οι δρόμοι που οδηγούσαν στο Σριναγκάρ είχαν κλείσει. Για πρώτη φορά σε δεκαοχτώ χρόνια, η αστυνομία έπρεπε να διαπραγματευτεί με τους ηγέτες του Χουριάτ ώστε να απευθυνθούν στο συλλαλητήριο στις εγκαταστάσεις του ΚΥΤ αντι να κατευθυνθούν σα γραφεία του UNMOGIP, που είναι στην Οδό Γκουπκάρ, την Πράσινη Ζώνη του Σριναγκάρ, όπου για χρόνια το ινδικό κατεστημένο είχε οχυρωθεί με στιλ και χλιδή.

Το πρωί της 18ης, ο κόσμος άρχισε να έρχεται στο Σριναγκάρ από τα χωριά και πόλεις ολόκληρης της κοιλάδας, Με φορτηγά, Tempo, τζιπ, λεωφορεία και με τα πόδια. Για ακόμη μια φορά, τα οδοφράγματα γκρεμίστηκαν και ο κόσμος ανάκτησε τη πόλη του. Η αστυνομία βρέθηκε μπροστά από το δίλλημα να κάνει στην άκρη ή να διαπράξει μια σφαγή. Έκαναν στην άκρη. Δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα.

Η πόλη κολυμπούσε σε μια θάλασσα χαμόγελων. Στον αέρα υπήρχε εκστατικός ενθουσιασμός. Όλοι είχαν μια σημαία: έμποροι, μαθητές, δικηγόροι, γιατροί. Ένα έγραφε, «Είμαστε όλοι φυλακισμένοι, ελευθερώστε μας». Ένα άλλο έγραφε, «Δημοκρατία δίχως ελευθερία είναι δημοτρέλα». Δημοτρέλα. Αυτό ήταν καλό. Ίσως αναφέρονταν στη διεστραμμένη λογική μιας χώρας που χρειάζονταν να διαπράξει κοινοτική σφαγή για να ενισχύσει τα κοσμικά της διαπιστευτήρια. Ή την παράνοια που επιτρέπει στη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου να διευθύνει την μεγαλύτερη στρατιωτική κατοχή του κόσμου και να συνεχίζει να αυτοαποκαλείται δημοκρατία.

Υπήρχε μια πράσινη σημαία σε κάθε κολώνα, κάθε στέγη, κάθε στάση λεωφορείου και στις κορυφές πλάτανου. Μια μεγάλη ανέμιζε έξω από το κτίριο της Ινδικής Ραδιοφωνίας. Πινακίδες για το Χαζραμπάλ, το Μπατμαλού, το Σοπόρε βάφτηκαν. Έλεγαν Ραβαλπίντι. Ή απλά, Πακιστάν.

Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πως η δημόσια έκφραση συμπάθειας για το Πακιστάν μεταφράζεται αυτόματα σε επιθυμία για προσάρτησης στο Πακιστάν. Μέρος της έχει να κάνει με ευγνωμοσύνη για την στήριξη – κυνική ή άλλη – για αυτό που οι Κασμίρι βλέπουν απελευθερωτικό αγώνα και το ινδικό κράτος βλέπει ως τρομοκρατική εκστρατεία. Έχει επίσης να κάνει και με το πείραγμα. Με το να πεις και να κάνεις αυτό που εκνευρίζει την Ινδία, τον εχθρό, πάνω από όλα. (Είναι εύκολο να χλευάσουμε την ιδέα ενός «απελευθερωτικού αγώνα»  που επιθυμεί να απομακρυνθεί από μια χώρα που υποτίθεται πως είναι δημοκρατία και να συνταχθεί με μια άλλη, που έχει κυβερνηθεί, κατά κύριο λόγο, από στρατιωτικούς δικτάτορες. Μια χώρα που ο στρατός της διέπραξε γενοκτονία σε αυτό που σήμερα είναι το Μπαγκλαντές. Μια χώρα που ακόμη και τώρα είναι διαιρεμένη από το δικό της εθνικό πόλεμο. Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα, αλλά αυτή τη στιγμή, είναι ίσως πιο χρήσιμο να αναρωτηθούμε τι έκανε η αποκαλούμενη δημοκρατία στο Κασμίρ για να κάνει το κόσμο να τη μισούν τόσο).

Παντού υπήρχαν σημαίες του Πακιστάν, παντού η κραυγή Pakistan se rishta kya? La ilaha illallah. Ποιος είναι ο δεσμός μας με το Πακιστάν; Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός του Αλάχ. Azadi ka matlab kya? La ilaha illallah. Τι σημαίνει ελευθερία; Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός του Αλάχ.

Για κάποια σαν και εμένα, που δεν είμαι Μουσουλμάνα, αυτή η ερμηνεία της ελευθερίας είναι δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να γίνει κατανοητή, ρώτησα μια νεαρή γυναίκα αν η ελευθερία για το Κασμίρ θα σήμαινε λιγότερη ελευθερία για την ίδια, ως γυναίκα. Σήκωσε τους ώμους και είπε, «Τι ελευθερία έχουμε τώρα; την ελευθερία να μας βιάζουν Ινδοί στρατιώτες;». Η απάντηση της με έκανε να σωπάσω.

Στις εγκαταστάσεις του ΚΥΤ, περικυκλωμένη από μια θάλασσα πράσινων σημαιών, το βρήκα αδύνατο να αμφισβητήσω ή να αγνοήσω την βαθιά ισλαμική φύση της εξέγερσης που συνέβαινε γύρω μου, και εξίσου αδύνατο να την χαρακτηρίσω μια άγρια, τρομοκρατική τζιχάντ. Για τους Κασμίρι, ήταν μια κάθαρση. Μια ιστορική στιγμή σε έναν μακρύ και περίπλοκο αγώνα για ελευθερία με όλες τις ατέλειες, τις αγριότητες και τις συγχύσεις που έχουν οι αγώνες για ελευθερία, αυτός εδώ δεν μπορεί να με κανένα τρόπο να ισχυριστεί για τον εαυτό του πως είναι πεντακάθαρος, και πάντοτε θα είναι στιγματισμένος από, και ελπίζω πως κάποια μέρα θα απαντήσει για – μεταξύ άλλων – τους βάρβαρους φόνους Κασμίρι Παντίτ στα πρώτα χρόνια της εξέγερσης, που κορυφώθηκε με την έξοδο σχεδόν ολόκληρης της κοινότητας από τη Κοιλάδα του Κασμίρ.

Όσο το πλήθος συνέχιζε να μεγαλώνει, άκουγα προσεχτικά τα συνθήματα, επειδή η ρητορική συχνά ξεκαθαρίζει τα πράγματα και κρατά το κλειδί για κάθε είδους κατανόηση. Είχα ακούσει ήδη πολλά από αυτά, μερικά χρόνια πριν, στη κηδεία ενός ακτιβιστή. Ένα καινούριο, προφανώς επινοημένο μετά τον αποκλεισμό, ήταν Kashmir ki mandi! Rawalpindi! (Δεν μεταφράζεται αλλά σημαίνει: Πού είναι η αγορά του Κασμίρ; Στο Ραβαλπίντι!). Ένα άλλο ήταν Khooni lakir tod do, aar paar jod do (Γκρεμίστε την αιματοβαμμένη Γραμμή Ελέγχου· αφήστε το Κασμίρ να ενωθεί ξανά). Υπήρχαν πολλές προσβολές και ειρωνείες για την Ινδία: Ay jabiron ay zalimon, Kashmir hamara chhod do (Ε, καταπιεστές, Ε, κακοί, φύγετε από το Κασμίρ μας). Jis Kashmir ko khoon se seencha, woh Kashmir hamara hai! (Το Κασμίρ το ποτίσαμε με το αίμα μας, αυτό το Κασμίρ είναι δικό μας!).

Το σύνθημα που με έκοψε σαν μαχαιριά και ράγισε τη καρδιά μου ήταν αυτό: Nanga bhookha Hindustan, jaan se pyaara Pakistan (Γυμνή, πεινασμένη Ινδία, πιο πολύτιμη από την ίδια τη ζωή – Πακιστάν). Γιατί ήταν τόσο ενοχλητικό, τόσο επώδυνο να το ακούς αυτό; προσπάθησα να το επεξεργαστώ και κατέληξα σε τρεις λόγους. Πρώτο, επειδή όλοι ξέρουμε πως το πρώτο μέρος του συνθήματος είναι η ντροπιαστική και αφτιασίδωτη αλήθεια για την Ινδία, την ανερχόμενη υπερδύναμη. Δεύτερο, επειδή όλοι οι Ινδοί που δεν είναι γυμνοί ή πεινασμένοι είναι – και ήταν – συνεργοί στους περίπλοκους και ιστορικούς τρόπους στα πολιτισμικά και οικονομικά συστήματα που κάνουν την ινδική κοινωνία τόσο σκληρή, τόσο χυδαία άνιση.

Και τρίτο, επειδή ήταν επώδυνο να ακούς ανθρώπους που είχαν υποφέρει τόσο, να κοροϊδεύουν οι ίδιοι άλλους που υποφέρουν με διαφορετικούς τρόπους, αλλά εξίσου έντονα, υπό τον ίδιο δυνάστη. Στο σύνθημα εκείνο είδα τους σπόρους του πόσο εύκολα τα θύματα μπορούν να γίνουν δράστες.

Πήρε ώρες στον Mirwaiz Umer Farooq (πρόεδρο του Χουριάτ) και στον Syed Ali Shah Geelani να περάσουν μέσα από τα συγκεντρωμένα πλήθη και να φτάσουν στο βήμα. Όταν έφτασαν, τους σήκωσαν στους ώμους νεαρών, πάνω από το πλήθος που συνέρρεε. Η φωνή της υποδοχής ήταν εκκωφαντική. Ο Mirwaiz Umer μίλησε πρώτος. Επανέλαβε την απαίτηση για την ανάκληση των νόμων για τις Ειδικές Εξουσίες των Ένοπλων Δυνάμεων, για τις Περιοχές σε Αναταραχή και για την Δημόσια Ασφάλεια – υπό τους οποίους χιλιάδες είχαν σκοτωθεί, φυλακιστεί και βασανιστεί. Ζήτησε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, το άνοιγμα του δρόμου Σριναγκάρ-Μουζαφαραμπάντ για την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών, και για την αποστρατιωτικοποίηση της Κοιλάδας του Κασμίρ.

Ο Syed Ali Shah Geelani ξεκίνησε την ομιλία του με μια απαγγελία από το Κοράνι. Μετά συνέχισε επαναλαμβάνοντας αυτά που είχε πει πριν σε εκατοντάδες περιστάσεις. Ο μόνος τρόπος για την επιτυχία του αγώνα, ήταν, ήταν η στροφή στο Κοράνι για καθοδήγηση. Είπε πως το Ισλάμ μπορούσε να καθοδηγήσει τον αγώνα και πως ήταν ένας πλήρης κοινωνικός και ηθικός κώδικας που θα κυβερνούσε τη ζωή των ανθρώπων ενός ελεύθερου Κασμίρ. Είπε πως το Πακιστάν είχε δημιουργηθεί ως το σπίτι του Ισλάμ, και πως αυτός ο στόχος δεν έπρεπε να υπονομευθεί ποτέ. Είπε πως όπως το Πακιστάν άνηκε στο Κασμίρ, έτσι το Κασμίρ άνηκε στο Πακιστάν. Είπε πως οι μειονοτικές κοινότητες θα είχαν πλήρη δικαιώματα και οι τόποι λατρεία τους θα ήταν ασφαλείς. Κάθε αναφορά του χειροκροτήθηκε.

Ένας ηλικιωμένος άντρας με ένα κοκκινισμένο μάτι που στέκονταν δίπλα μου είπε, «Το Κασμίρ ήταν μια χώρα. Το μισό το πήρε η Ινδία και το άλλο μισό το Πακιστάν. Και οι δυο με τη βία. Θέλουμε ελευθερία.» Αναρωτιέμαι, αν με τη νέα ρύθμιση, ο γέρος θα ακούγονταν. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για τα φορτηγά που διασχίζουν τους αυτοκινητόδρομους στις πεδιάδες της Ινδίας, που ανήκουν και οδηγούνται από ανθρώπους που δεν ήξεραν τίποτα  για την ιστορία του Κασμίρ, αλλά είχαν έτσι και αλλιώς συνθήματα στις καρότσες τους που έλεγαν, Doodh maango to kheer denge; Kashmir maango to cheer denge (Ζήτα γάλα και θα σου δώσουμε κρέμα· ρώτα για το Κασμίρ, θα σε ξεκοιλιάσουμε).

Φευγαλέα είχα μια άλλη σκέψη. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να στέκεται στη καρδιά μιας συγκέντρωσης του Εθνικού Εθελοντικού Οργανισμού (Rashtriya Swayamsevak Sangh, RSS) ή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ινδών (Vishva Hindu Parishad, VHP) που να μιλά ο  L. K. Advani (ο τότε πρόεδρος του BJP) Αντικαταστήστε τη λέξη Ισλαμ με τη λέξη Χιντουντβα, αντικαταστήστε τη λέξη Πακιστάν με το Χιντουστάν, αντικαταστήστε τη θάλασσα των πράσινων σημαιών με  πορτοκαλί, και θα έχουμε την εφιαλτική εκδοχή του BJP για μια ιδανική Ινδία.

Αυτό είναι που πρέπει να δεχτούμε ως το μέλλον μας; Μονολιθικά θρησκευτικά κράτη που να επιβάλουν έναν πλήρη κοινωνικό και ηθικό κώδικα, «ένα πλήρη τρόπο ζωής»; Εκατομμύρια από εμάς στην Ινδία έχουμε απορρίψει το εγχείρημα της Χιντούτβα. Η απόρριψη μας πηγάζει από αγάπη, από πάθος, από μια μορφή ιδεαλισμού, επειδή έχουμε τεράστια συναισθηματική επένδυση στην κοινωνία όπου ζούμε. Αυτό που κάνουν οι γείτονές μας, πως επιλέγουν να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει το επιχείρημα μας.

Επιχειρήματα που πηγάζουν από την αγάπη επίσης κρύβουν κίνδυνο. Είναι ζήτημα του λαού του Καμσίρ να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με το ισλαμικό εγχείρημα (που αμφισβητείται εξίσου, με παρόμοια περίπλοκους τρόπους, από Μουσουλμάνους σε ολόκληρο το κόσμο όπως και η Χιντούντβα αμφισβητείται από Ινδούς). Είναι καιρός  για εκείνους που ανήκουν  στον αγώνα να περιγράψουν το όραμα της κοινωνίας για την οποία παλεύουν. Είναι καιρός να προσφέρουν στους ανθρώπους κάτι παραπάνω από μάρτυρες, συνθήματα και ασαφείς γενικεύσεις. Εκείνοι που επιθυμούν να στραφούν στο Κοράνι για καθοδήγηση αναμφίβολα θα βρουν καθοδήγηση εκεί. Τι γίνεται με εκείνους που δεν το επιθυμούν αυτό, ή που το Κοράνι δεν τους περιλαμβάνει; Έχουν οι Χίντι του Τζαμού και οι άλλες μειονότητες δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό; Θα έχουν οι χιλιάδες Κασμίρι Παντίτ που τώρα ζουν εξόριστοι, πολλοί από αυτούς σε ακραία φτώχια, το δικαίωμα να επιστρέψουν; Θα αποζημιωθούν για τις τρομερές απώλειες που υπέστησαν; Ή ένα ελεύθερο Κασμίρ θα κάνει στις μειονότητες του αυτό που η Ινδία έκανε στους Κασμίρι για εξήντα τρία χρόνια; Τι θα συμβεί στους ομοφυλόφιλους και τους μοιχούς και στους βλάσφημους; Με τους κλέφτες τους λαφάνγκα (ΣτΜ: η κοντινότερη απόδοση είναι αλήτες) και τους συγγραφείς που δεν συμφωνούν με τον «ολοκληρωμένο κοινωνικό και ηθικό κώδικα»; Θα τους εκτελέσουμε όπως γίνεται στη Σαουδική Αραβία; Θα συνεχιστεί ο κύκλος του θανάτου, της καταπίεσης και της αιματοχυσίας; Η ιστορία προσφέρει πολλά μοντέλα για να μελετηθούν από τους στοχαστές και τους διανοούμενους και τους πολιτικούς του Κασμίρ. Πως θα μοιάζει το Κασμίρ των ονείρων τους; Σαν την Αλγερία; Το Ιράν; Τη Νότια Αφρική; Την Ελβετία; Το Πακιστάν;

Στους απελευθερωτικούς αγώνες λίγα πράγματα έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα όνειρα. Μια τεμπέλικη ουτοπία και μια προβληματική αίσθηση δικαιοσύνης θα έχουν συνέπειες που δεν αντέχω να σκεφτώ, δεν είναι η στιγμή για πνευματική οκνηρία ή μια απροθυμία για εκτίμηση μιας κατάστασης καθαρά και τίμια. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πως η απάτη του Μαχαραγιά Hari Singh το 1947 ήταν η μεγάλη σύγχρονη τραγωδία του Κασμίρ, μια που θα κατέληγε σε αδιανόητη αιματοχυσία και την μακρόχρονη δουλεία ανθρώπων που ήταν σχεδόν ελεύθεροι.

Το 2008, το φάσμα της διχοτόμησης σήκωσε το κεφάλι του. Τα δίκτυα της Χιντούτβα ήταν ζωντανά με φήμες για Χίντι που δέχονταν επίθεση στη κοιλάδα και αναγκάζονταν να φύγουν. Σε αντίδραση, τηλεφωνικές επικοινωνίες με το Τζαμού ανέφεραν πως μια ένοπλη Χίντι πολιτοφυλακή απειλούσε με σφαγή και πως οι Μουσουλμάνοι από τις δυο περιοχές με Χίντι πλειοψηφία ετοιμάζονταν να φύγουν. (Μνήμες της αιματοχυσίες που ακολούθησαν την διαίρεση της Ινδίας και του Πακιστάν και πήραν τις ζωές περισσότερων από ενός εκατομμυρίου ανθρώπων επέστρεψαν ορμητικά. Ο εφιάλτης θα μας στοιχειώνουν για πάντα).

Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος πως η ιστορία θα επαναληφθεί. Όχι αν δεν την αναγκάσουν. Όχι αν δεν προσπαθήσουν ενεργά για να δημιουργήσουν έναν τέτοιο κατακλυσμό.

Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους φόβους για το τι επιφυλάσσει το μέλλον μπορεί να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή μιας χώρας και ενός λαού. Όχι περισσότερο από ότι δικαιολογούσε το αποικιοκρατικό σχέδιο το παλιό αποικιοκρατικό επιχείρημα για το πως οι ιθαγενείς δεν ήταν έτοιμοι για την ελευθερία.

Φυσικά υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συνεχίσει το ινδικό κράτος να κρατά το Κασμίρ. Θα μπορούσε να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα. Να περιμένει. Και να ελπίζει πως η ενέργεια των ανθρώπων θα χαθεί δίχως ένα σαφές σχέδιο. Θα μπορούσε να προσπαθήσει να θρυμματίσει την εύθραυστη συμμαχία που αναδύεται. Θα μπορούσε να σβήσει τις μη βίαιες εξεγέρσεις και να ξαναφέρει την ένοπλη σύγκρουση. Θα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών από μισό εκατομμύριο σε ένα εκατομμύριο. Μερικές στρατηγικές σφαγές, μερικές στοχευμένες εκτελέσεις, μερικές εξαφανίσεις και ένας μαζικός κύκλος συλλήψεων θα είχαν αποτέλεσμα για λίγα χρόνια.

Το αδιανόητο ποσό των δημόσιων πόρων που χρειάζονται για να διατηρηθεί η στρατιωτική κατοχή του Κασμίρ είναι χρήματα που πρέπει να δαπανηθούν σε σχολεία και νοσοκομεία και φαγητό για ένα φτωχό, πεινασμένο πληθυσμό στην Ινδία. Τι είδους κυβέρνηση μπορεί να πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να σπαταλά χρήματα σε περισσότερα όπλα, περισσότερα συρματοπλέγματα και περισσότερες φυλακές στο Κασμίρ;

Η ινδική στρατιωτική κατοχή του Κασμίρ μας κάνει όλους τέρατα. Επιτρέπει στους Ινδούς σοβινιστές να στοχεύουν και να θυματοποιούν Μουσουλμάνους στην Ινδία με το να τους κρατούν όμηρους  στον απελευθερωτικό αγώνα που γίνεται από τους Μουσουλμάνους στο Κασμίρ. Ανακατεύονται όλα σε ένα δηλητηριώδες μίγμα και χορηγείται ενδοφλέβια, κατευθείαν στη κυκλοφορία μας.

Στη καρδιά όλων βρίσκεται ένα ηθικό ερώτημα. Έχει οποιαδήποτε κυβέρνηση το δικαίωμα να πάρει την ελευθερία των ανθρώπων με στρατιωτική βία;

Η Ινδία χρειάζεται την ελευθερία από το Κασμίρ το ίδιο – αν όχι περισσότερο – από ότι το Κασμίρ χρειάζεται ελευθερία από την Ινδία.

Σχολιάστε