Hikmet Karčić: «Μη Φοβάστε Τίποτα, Γιατί έχετε Αδέρφια στην Ελλάδα».

Οι πρώτοι Έλληνες εθελοντές έφτασαν στη Βοσνία το 1993. Το Μάρτιο του 1995, δημιουργήθηκε με αίτημα του στρατηγού Ratko Mladić, η Ελληνική Εθελοντική Φρουρά (Grčka Dobrovoljačka Garda, GDG), με τη βάση της στη Βλασένιτσα. Ήταν πλήρως ενσωματωμένη στη Στρατιά του Δρίνου του VRS και είχε στενές σχέσεις με τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών· οι δραστηριότητες τους παρακολουθούνταν στενά από την ελληνική πρεσβεία στο Βελιγράδι. Η μονάδα είχα το δικό της έμβλημα, ένα δικέφαλο αετό σε μαύρο φόντο. Γνωρίζουμε πως έλαβε μέρος στην επίθεση του VRS στο θύλακα του ΟΗΕ στη Σρεμπρένιτσα. Έλληνες εθελοντές επίσης εντοπίστηκαν στην περιοχή του Κόνιτς. Μεγάλος αριθμός των μελών της GDG ήταν επίσης μέλη της Χρυσής Αυγής, μια νεοναζιστική οργάνωση στην Ελλάδα, γενικά όμως τα μέλη αντιπροσώπευαν την τυπική ελληνική κοινή γνώμη. Για να στηρίξει την σχέση μεταξύ της GDG και της Χρυσής Αυγής, υπάρχει μια φωτογραφία μερικών μελών της GDG στη Σρεμπρένιτσα να χαιρετούν με ναζιστικό τρόπο. Μετά τη πτώση της Σρεμπρένιτσα, Σέρβοι και Έλληνες στρατιώτες ύψωσαν τέσσερις σημαίες στην Ορθόδοξη εκκλησία στη Σρεμπρένιτσα: τη Σερβική, την Ελληνική, τη Βυζαντινή και τη σημαία της Βεργίνας. Αναφέρεται επίσης πως τραβήχτηκε βίντεο από το γεγονός αυτό για προπαγανδιστικούς λόγους. Οι Έλληνες γιόρταζαν όλη νύχτα με τους Σέρβους συναδέλφους τους και τραγουδούσαν τον Ελληνικό και Σερβικό εθνικό ύμνο. Την ίδια μέρα που έπεσε η Σρεμπρένιτσα, ο εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικός σταθμός, MEGA, έκανε τηλεφωνική συνέντευξη με ένα Έλληνα εθελοντή από τη Σρεμπρέντιτσα, που ανέφερε με ενθουσιασμό, «Όταν τελείωσε το πυροβολικό το βομβαρδισμό προχωρήσαμε και ‘καθαρίσαμε’ το μέρος!».

Federico Finchelstein: Η Περονική Ανασύνθεση του Φασισμού

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο περονισμός είναι ένας «-ισμός» που είναι δύσκολο να εντοπιστεί ιδεολογικά. Είναι στα αριστερά; Είναι στα δεξιά; στην Αργεντινή τέτοιες εξηγήσεις θα βρεθούν μπροστά από κάμποσες εθνικιστικές απαντήσεις. Για κάποιους ακαδημαϊκούς, ο περονισμός αντιπροσωπεύει μοναδικά ντόπια χαρακτηριστικά της χώρας που δεν σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με παγκόσμια φαινόμενα όπως ο φασισμός, ο λαϊκισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός. Για άλλους, δεν είναι τίποτα· είναι ένα όνομα δίχως περιεχόμενο, ένα κέλυφος δημιουργημένο για εκλογές, που σημαίνει πως όλοι οι πολιτικοί είναι (ή πρέπει να είναι) περονιστές αν θέλουν να έχουν εκλογικές ελπίδες. Σύμφωνα με την εξήγηση αυτή, ο περονισμός είναι η βάση για την εθνική πολιτική αλλά δεν σημαίνει τίποτα το σημαντικό πέρα από την ονομαστική πίστη των οπαδών του. Οι θέσεις αυτές προλαμβάνουν τις περισσότερες ιστορικές και ειδικά υπερεθνικές προσεγγίσεις από το να προσφέρουν μια οπτική πάνω στο αντικείμενο, ειδικά από την θέση των ιδεολογικών γενεαλογιών και εξελίξεων του. Ιστορικά, γνωρίζουμε πως ως το πρώτο λαϊκίστικο καθεστώς μετά το 1945, ο περονισμός έχει διευκολύνει και ενσαρκώσει ολοκληρωτικά ανταγωνιστικές ιδεολογικές διατυπώσεις από εκεί και έπειτα: τον απολυταρχικό λαϊκισμό των πρώτων κυβερνήσεων του Perón (1946-1955) με το μοναδικό συνδυασμό της επέκτασης των κοινωνικών δικαιωμάτων με την υποβάθμιση των πολιτικών δικαιωμάτων· το αριστερό αντάρτικο των montoneros, την νεοφασιστική δεξιά πτέρυγα της Triple A στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και το νεοφιλελευθερισμό του Carlos Menem τη δεκαετία του 1990 και το νεολαϊκισμό των κυβερνήσεων Kirchner στο νέο αιώνα. Ένας ιστορικός ορισμός του περονισμού θα πρέπει να λάβει υπόψιν του την ικανότητα του να γεννά μια κάθετη χαρισματική ηγεσία που απομακρύνει τις θεσμικές διαμεσολαβήσεις και ταυτίζει τις προεδρικές επιθυμίες με το γενικό συμφέρον του έθνους (οι περιπτώσεις του Juan Perón στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, του Carlos Menem στη δεκαετία του 1990 και της Cristina Fernández de Kirchner στη δεκαετία του 2000 και στις αρχές εκείνης του 2010, που είναι μη ανεκτικές προς τα ανεξάρτητα μέσα και δεν δίνουν αξία στον πολιτικό διάλογο και την εγκυρότητα διαφορετικών απόψεων από άλλους πολίτες).

Αλέξανδρος Σακελλαρίου: Απολυταρχισμός και η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία

Με μια πρώτη ματιά, μοιάζει κάπως παράδοξο – αν όχι αμφισβητήσιμο – το να συζητάμε για την ή ακόμη και να αφήνουμε να εννοηθεί η ύπαρξη πιθανών δεσμών μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας (ΟΕΕ) και του απολυταρχισμού. Ωστόσο, ο βασικός στόχος αυτού του άρθρου είναι να δείξει εν συντομία τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με απολυταρχικά καθεστώτα σε ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας, όπως και τις σχέσεις της με την άκρα δεξιά στις πιο πρόσφατες εποχές, ένα πεδίο μελέτης που δεν εύκολο στην προσέγγιση. Υπάρχουν πτυχές αυτού του θέματος που θα μπορούσαν να συζητηθούν με πιο αναλυτικό τρόπο, αλλά καθώς ο χώρος μας είναι περιορισμένος αποφασίσαμε να εστιάσουμε στις πιο σημαντικές και πιο γνωστές λεπτομέρειες αυτού του σπουδαίου ζητήματος. Επιπλέον, ο βασικός στόχος αυτού του άρθρου είναι να προσφέρει μια πρώτη επισκόπηση αυτού του αμφιλεγόμενου ζητήματος και, υπό αυτή την έννοια, είναι πρώτιστα περιγραφικό και αποφεύγει τις θεωρητικές αναλύσεις και εξηγήσεις όπως και δύσκολες ακαδημαϊκές έννοιες. Πρωτού προχωρήσουμε στην ανάλυση, είναι σημαντικό να περιγράψουμε περιληπτικά το ρόλο και τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας υπήρξε, και σε κάποιο βαθμό παραμένει, πανίσχυρος θεσμός που ιστορικά επηρέασε την ελληνική κοινωνία και τη πολιτική υπό πολλές έννοιες. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 19ο αιώνα, η Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε εθνική εκκλησία (1833) και μεταμορφώθηκε στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η ΟΕΕ είναι ουσιαστικά κρατική εκκλησία, καθιερωμένη από το υπάρχον νομικό πλαίσιο που ορίζει τις σχέσεις μεταξύ των δυο θεσμών και τη νομική υπόσταση της εκκλησίας. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος, «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Εκκλησίας του Xριστού», ενώ το Σύνταγμα ξεκινά με το προοίμιο «Εις το όνομα της Aγίας και Oμοουσίου και Aδιαιρέτου Τριάδος». Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως το δεύτερο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του νόμου σχετικά με τη λειτουργία της ΟΕΕ και των σχέσεων της με το κράτος (590/1977) αναφέρει «Η Εκκλησία της Ελλάδας συνεργάζεται με το κράτος σε θέματα κοινού συμφέροντος, για παράδειγμα, η χριστιανική εκπαίδευση της νεολαίας· η θρησκευτική υπηρεσία του στρατού· η υπεράσπιση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας· … η προστασία των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων· η καθιέρωση νέων θρησκευτικών εορτών· και ζητά τη προστασία του κράτους όποτε προσβάλλεται η θρησκεία μας». Αυτού του είδους η πρόβλεψη δείχνει επίσης τη στενή και προνομιακή σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το κράτος. Οι σχέσεις αυτές έγιναν στενότερες και πιο φανερές υπό δεξιές, συντηρητικές κυβερνήσεις, αλλά και επίσης κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας απολυταρχικών καθεστώτων όπως οι τρεις δικτατορίες του 20ου αιώνα.

Ιωάννης Θ. Κακριδής: Είναι Ολέθριο Να Γυρίσουμε στα Αρχαία

Το να χώσουμε τα αρχαία στο Γυμνάσιο το θεωρώ ολέθριο. Το λέω με όλη την ευθύνη... Και δε μπορεί να μου πει κανείς ότι δεν αγαπώ τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Διότι σ’ αυτόν όλη μου η ζωή αφοσιώθηκε, τα παιδιά μου, η γυναίκα μου, ο παππούς μου, ο πατέρας μου, τα εγγόνια μου. Και ίσα ίσα, επειδή αγαπώ τον αρχαίο ελληνικό κόσμο θέλω να τον πλησιάσουν τα παιδιά μας με αγάπη κι αυτό γίνεται μόνο με μετάφραση. Μιλάμε για αρχαία ελληνική γλώσσα. Δεν είναι μία. Άλλη γλώσσα είναι ο Όμηρος, άλλη έχει ο Αισχύλος, άλλη ο Θουκυδίδης, άλλη ο Ξενοφώντας και ο Λυσίας. Επομένως, για να μιλήσουμε για γνώση της αρχαίας θα έπρεπε να μην έκαναν τίποτε άλλο τα παιδιά. Και οι απαιτήσεις της ζωής είναι μεγάλες. Τώρα τα παιδιά πρέπει καλή Φυσική να ξέρουν, καλά Μαθηματικά να ξέρουν. Δηλαδή το καϋμένο το κεφάλι των παιδιών πρέπει να τα χωρέσει όλα αυτά. Μοντέρνα λογοτεχνία ποιος μαθαίνει; Οι απαιτήσεις είναι πολλές και ίσως κάτι να γινόταν αν το κράτος είχε το κουράγιο να αυξήσει κατά δύο χρόνια την υποχρεωτική παιδεία. Νομίζω, δεν ξέρω αν γελιέμαι, πως όταν βγούνε οι νέες γενιές των παιδιών με διδασκαλία καλή —φτάνει να είναι καλή— των νέων ελληνικών θα έχουμε μια αναγέννηση του ελληνικού λόγου.

Stefanos Katsikas: Η Ζωή στα Μετόπισθεν

Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα και στην Τουρκία δημιούργησε μια νοσταλγία για τις περιοχές που άφησαν πίσω και μια εξιδανίκευση του τρόπου ζωής πριν την ανταλλαγή πληθυσμών. Στις αφηγήσεις εκείνων που ανταλλάχθηκαν, η πατρίδα από την οποία ξεριζώθηκαν σχεδόν πάντα αναφέρεται ως γόνιμη, πλούσια και πιο όμορφη από τη γη που εγκαταστάθηκαν, όπου οι ντόπιοι συνήθως θεωρούνται απολίτιστοι και δίχως καλούς τρόπους σχε σχέση με τους πρόσφυγες. Για παράδειγμα, οι Μουσουλμάνοι χασάπηδες και έμποροι από τη Κρήτη, ως πρόσφυγες στη νέα τους πατρίδα (Τουρκία), αυτοπροσδιορίζονται ως «Ευρωπαίοι» αντίθετα με τους «Ανατολίτες», δηλαδή τους άλλους Τούρκους. Ο Muhittin Yavuz, Μουσουλμάνος από το Βρασνό στα Γρεβενά, θυμάται: «όταν ήρθαμε στο Χονάζ δεν υπήρχαν έθιμα, πολιτισμός. Κάρφωναν δυο στύλους, κρέμαγαν ένα σάκο, έβαζαν λίγο άχυρο και το έλεγαν τουαλέτα. Στα μέρη μας κάθε σπίτι είχε τουαλέτα μέσα». Οι δυσκολίες των εκτοπισμένων στις νέες πατρίδες τους και η νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες στην Ελλάδα και στην Τουρκία δημιούργησαν μια ξεχωριστή προσφυγική ταυτότητα διακριτή σε ένα συναίσθημα περηφάνιας και αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες της ίδιας περιοχής. Η νοσταλγία και η εξιδανίκευση της ζωής και των σχέσεων παραμέρισε σε ένα βαθμό τις αρνητικές μνήμες του παρελθόντος: τις συγκρούσεις με τους Ελληνορθόδοξους ή τους Μουσουλμάνους γείτονες τους. Με τον ίδιο τρόπο, η εθνική ιστορία και στα δυο κράτη παραμερίζει τη νοσταλγία ή την εξιδανίκευση της ζωής και των σχέσεων μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών πριν την αναγκαστική ανταλλαγή επειδή αυτή η εικόνα δεν ταιριάζει απόλυτα με την απεικόνιση της σκοτεινότερης πλευράς του εθνικού εχθρού.

David Cesarani: Η Πτώση, Απολογία ή Συνενοχή;

Εκατομμύρια Γερμανοί πήγαν να δουν την ταινία Η Πτώση και παρά κάποιες αστοχίες σχετικά με τον «εξανθρωπισμό» του Hitler το μεγαλύτερο μέρος της αντίδρασης ήταν θετική. Η ταινία άγγιξε ξεκάθαρα μια χορδή της κοινής αίσθησης και συναισθημάτων σχετικά με το ναζιστικό παρελθόν στην Γερμανία. Αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει γιατί η εκπληκτική ερμηνεία του Hitler από τον Bruno Ganz, απέχει από το να κάνει τον Führer συμπαθητικό χαρακτήρα, τον εκθέτει ως αποκρουστικό ανθρώπινο όν κενό από οποιαδήποτε έννοια σχετικά με τη μιζέρια στην οποία οδήγησε τους ανθρώπους του. Το πρόβλημα με την ταινία δεν είναι λοιπόν ο «εξανθρωπισμός» του Hitler αλλά οι συνέπειες που προκύπτουν από το θέαμα ενός έθνους που έφτασε στη καταστροφή από ένα βάναυσο, σκληρό, εγωμανή, αναίσθητο, μεγαλομανή. Σύμφωνα με τον Philip French, ένα κορυφαίο Βρετανό κριτικό κινηματογράφου, «Πρόκειται για μια μεγάλη, καθηλωτική, λεπτομερή ταινία σχετικά με ένα έθνος στο έλεος μιας δηλητηριώδους ιδεολογίας και ενός χαρισματικού φανατικού που τους οδήγησε στο χείλος της αβύσσου». Η Πτώση επιτρέπει στους Γερμανούς να δουν τους εαυτούς τους ως θύματα του Hitler, του ναζισμού και του πολέμου αντί ως δράστες, μια τάση που εμφανίζεται σποραδικά από το Historikerstreit (την αντιπαράθεση ιστορικών την δεκαετία του 1980 σχετικά με τις ερμηνείες του ναζιστικού παρελθόντος). Ούτε και είναι τυχαίο αυτό. Ο παραγωγός της ταινίας, Bernd Eichinger, σχετίζεται με δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους που εργάζονται για την παραγωγή ενός «χρησιμοποιήσιμου» γερμανικού παρελθόντος που περιλαμβάνει την καλλιέργεια την αντίληψη των Γερμανών πως ήταν «στο έλεος» του Ναζισμού. Εμπνεύστηκε να κάνει την Πτώση εν μέρει διαβάζοντας το Inside Hitler’s Bunker του Joachim Fest, έναν από τους μεταπολεμικούς Γερμανούς διανοούμενους που έχουν κάνει πολλά για να θρέψουν αυτή την αντίληψη για το Τρίτο Ράιχ.

Taras Tarasiuk & Andreas Umland: Απρόσμενες Φιλίες

Η περιγραφή μας δεν καλύπτει όλες τις σειρές άμεσης ή έμμεσης σύνδεσης μεταξύ του μετασοβιετικού ριζοσπαστικού ουκρανικού εθνικισμού και της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις της ουκρανικής ακροδεξιάς με μη ρωσικές ρωσόφιλες δεξιές ομάδες παρουσιάστηκαν εδώ επιφανειακά και χρειάζεται επιπλέον έρευνα. Ωστόσο, η μελέτη μας δείχνει διαφορετικά παρασκήνια και τρόπους παράδοξης συνεργασίας μεταξύ Ουκρανών ριζοσπαστών εθνικιστών και Ρώσων ή σχετιζόμενων με τη Ρωσία παραγόντων. Το σχεδιάγραμμά μας δείχνει το μεταβαλλόμενο πλαίσιο της συνεργασίας της ουκρανικής ακροδεξιάς και Ρώσων πολιτών, με τη Μόσχα ή με φιλορώσους παράγοντες στις διαφορετικές ιστορικές φάσεις (α) την μεταβατική δεκαετία του 1990, (β) την προεδρία του Viktor Yuschenko το 2005-2010, (γ) την προεδρία του Viktor Yanukovych το 2010-2014, και (δ) την περίοδο μετά την νίκη του Euromaidan όπως και την αρχή του ρωσο-ουκρανικού πολέμου το 2014. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι σχέσεις μεταξύ της πρόσφατα ανεξάρτητης Ουκρανίας και Ρωσίας δεν ήταν καθορισμένες ακόμη. Αυτή η ρευστή κατάσταση επέτρεψε την σχεδόν ταυτόχρονη παραστρατιωτική εμπλοκή της UNA-UNSO εναντίον του φιλορωσικού αποσχισμού στην Γεωργία, την έμμεση στήριξη στο φιλορωσικό αποσχητισμό στην Υπερδνειστερία και συμμετοχή στον αντιρωσικό αποσχητισμό στη Τσετσενία. Με την άνοδο του Putin και την επακόλουθη αλλαγή στην ρωσική εξωτερική πολιτική από το 2000, το ρίσκο της συναναστροφής με Ρώσος παράγοντες έχει αυξηθεί για την ουκρανική ακροδεξιά. Όταν ο φιλοδυτικός πολιτικός Viktor Yuschenko έγινε πρόεδρος της Ουκρανίας στις 23 Ιανουαρίου 2005, και η γραφειοκρατία του ρωσικού κράτους και οι εξωκυβερνητικοί εθνικιστές της χώρας άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Ουκρανία ακόμη πιο κριτικά από ότι νωρίτερα. Ακόμη και πριν από τη νίκη του Yuschenko στα τέλη του 2004, φιλορωσικές δυνάμεις ξεκίνησαν μια επιχείρηση «ενεργών μέτρων», που περιλάμβαναν την υπόθεση Kovalenko, με στόχο την συκοφάντηση της Πορτοκαλί Επανάστασης που έφερνε στην εξουσία τον Yuschenko. Η αναμφισβήτητη φιλοδυτική στροφή της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της Πορτοκαλί Επανάστασης το 2004 ανάγκασαν την ακροδεξιά της Ουκρανίας να επανατοποθετηθεί σε σχέση με την Δύση και την Ρωσία. Η σχέση του Korchynsky με τον Dugin και το Κρεμλίνο κατά την προεδρία του Yushchenko έδειξε πως, για κάποιους Ουκρανούς υπερεθνικιστές, η ριζική στροφή της Ουκρανίας προς τη Δύση ήταν δύσκολα ανεκτή. Ήταν από συγκεκριμένες νεοφασιστικές απόψεις, τόσο αρνητική εξέλιξη που οδήγησε την οργάνωση του Korchynsky σε μια συμμαχία με τους αντιουκρανούς νεοευρασιανιστές του Dugin.

Τάσος Κωστόπουλος: Η Κληρονομιά του «εσωτερικού εχθρού»

Όταν μιλάμε για τις στερήσεις της ιθαγένειας Ελλήνων πολιτών, αναφερόμαστε σε μια διοικητική πρακτική που εφαρμόστηκε στη χώρα μας σε λιγότερο ή περισσότερο μαζική κλίμακα για έξι συνεχόμενες δεκαετίες, με διαδικασίες που διεξάγονταν κατά κανόνα εν κρυπτώ, προστατευμένες από κάθε λογής εθνικά και υπηρεσιακά απόρρητα, μακριά από το δημόσιο βλέμμα και οποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο. Η αδιάλειπτη συνέχιση αυτής της πρακτικής θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί ως η πιο απτή απόδειξη της συνέχειας του κράτους, ανεξάρτητα από κυβερνητικές και πολιτειακές μεταβολές ή από τους κατά καιρούς αναπροσανατολισμούς των συμμαχιών της χώρας. Ένας ποσοτικός απολογισμός αυτής της πρακτικής είναι ουσιαστικά αδύνατος, καθώς ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις αφαιρέσεις ιθαγένειας δεν δημοσιεύθηκε ποτέ ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε πουθενά αλλού. Γνωρίζουμε μόνο κάποια επιμέρους στατιστικά στοιχεία, που αφήνουν απλώς να διαφανεί η έκταση του φαινομένου. Με βάση το ΛΖ' Ψήφισμα του 1947 και τις διατάξεις που το διαδέχθηκαν, έχασαν την ιθαγένειά τους κατά τη δεκαπενταετία 1948-1963 τουλάχιστον 22.366 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες ή μετανάστες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν άλλα 2.800 θύματα των ίδιων διατάξεων (κυρίως του άρθρου 20 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) στη διάρκεια της χούντας. 60.044 «αλλογενείς» έχασαν την ιθαγένειά τους μεταξύ 1955 και 1997 βάσει του άρθρου 19 του ΚΕΙ ενώ απροσδιόριστος παραμένει ο αριθμός των ιθαγενειών που αφαιρέθηκαν (τόσο πριν όσο και μετά τη θέσπιση του ΚΕΙ) με βάση τις προγενέστερες αντίστοιχες διατάξεις ενός προεδρικού διατάγματος του 1927, ή βάσει του μεταξικού Α.Ν. 2280/40 και του κατοχικού 580/43. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, μπορούμε με ασφάλεια να μιλάμε για αρκετές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους: μια συγκεντρωτική καταγραφή των υπηρεσιών ασφαλείας υπολόγιζε το 1973 ότι 75.886 «φυγάδες» της δεκαετίας του ’40 είχαν στερηθεί την ιθαγένειά τους ' αφαιρώντας απ’ αυτό τον αριθμό τις 25.000 περίπου δημοσιευμένες περιπτώσεις του ΛΖ' Ψηφίσματος και του άρθρου 20 του ΚΕΙ, καθώς και τους λιγότερους από 10.000 μη μουσουλμάνους «αλλογενείς» Έλληνες πολίτες που έχασαν την ιθαγένειά τους βάσει του άρθρου 19, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα υπόλοιπο 45.000 περίπου «φυγάδων» που αντιμετωπίστηκαν με βάση αυτές τις παλιότερες διατάξεις -στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν επίσης πολλές χιλιάδες ιθαγένειες «αλλογενών» (Βλάχων, Εβραίων και Σλαβομακεδόνων) που αφαιρέθηκαν, με βάση το διάταγμα του 1927, στα προπολεμικά χρόνια.

Νίκος Ποταμιάνος: «Κοινοβουλευτισμός, ούτος ο εχθρός». Η Εταιρεία «Ελληνισμός» 1898-1910, Μια οργάνωση της ριζοσπαστικής δεξιάς

Στο άρθρο αυτό, που βασίζεται στη διπλωματική μεταπτυχιακή μου εργασία, θα αναφερθώ σε μερικές πτυχές της ιδεολογίας και της δράσης της εταιρείας «Ελληνισμός», μιας οργάνωσης της ριζοσπαστικής δεξιάς που έδρασε στο ελληνικό βασίλειο στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μπορούμε να δούμε τον «Ελληνισμό» ως έναν ενδιάμεσο κρίκο στην πορεία της αστικής κοινωνίας από το φιλελευθερισμό στο φασισμό, ως μια μεταβατική μορφή πολιτικής ιδεολογίας και δράσης. Αυτό θα φανεί καλύτερα με αναφορές στην ιδεολογική διαδρομή του προέδρου της εταιρείας Νεοκλή Καζάζη, ενός συντηρητικού φιλελευθέρου και εκσυγχρονιστή, ενταγμένου στο τρικουπικό κοινωνικό μπλοκ στη δεκαετία του 1880, προς τον πρωτοφασισμό. Ο φασισμός όμως είχε μια έντονα πληβειακή διάσταση, ενώ ο «Ελληνισμός», παρά τα σχετικά βήματα που έκανε, παρέμεινε μια αστική οργάνωση, όπως υποδεικνύουν η κοινωνική του σύνθεση, η ατελής υιοθέτηση της σκοπιάς των λαϊκών τάξεων (πίσω από την οποία προβάλλει ενίοτε ο φόβος και η αντιπαλότητα προς αυτές), αλλά και ορισμένες αντιλήψεις περί ευπρέπειας. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι δεν βρίσκεται στις προθέσεις μας να κατασκευάσουμε μια εξελικτική αλυσίδα των ιδεολογικών ειδών, ότι είναι λάθος να χαράζουμε ευθείες γραμμές που οδηγούν από ένα σύστημα ιδεών σε ένα «επόμενο» κι ότι η μετάβαση, για την οποία γίνεται λόγος, γνωρίζουμε βέβαια ότι έλαβε χώρα στο μεσοπόλεμο σε μεγάλη κλίμακα, όμως δεν ήταν γενικά αναπόφευκτη: άλλωστε ο Καζάζης ασκεί κριτική στο φασισμό το μεσοπόλεμο, όταν θα υπάρξουν στην Ελλάδα αρκετοί που θα γοητευθούν απ’ αυτόν.

Άννα Μακαντάση: Σχολείο, εθνικισμός και ακροδεξιά

Ο εθνικός εαυτός συγκροτείται και διαρθρώνεται γύρω απ’ την αδιάσπαστη συνέχεια στο χώρο και στον χρόνο. Η πατρίδα ανάγεται σε υπέρτατη αξία και διαχρονικό ιδανικό. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που διατηρούνται αναλλοίωτα στο χρόνο ξεκινώντας από τα αρχαία χρόνια και περνώντας από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα, είναι η φιλοπατρία, η γενναιότητα και η αγάπη για την ελευθερία. Η αξία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού παρουσιάζεται ως σημείο αναφοράς τόσο για την σύνθεση της εθνικής ταυτότητας, όσο και για την εξέλιξη του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος είναι πρώτος στην ιεραρχική κλίμακα των πολιτισμών που υπονοείται και στον οποίο ανήκει η Ελλάδα σήμερα. Σημαντικό ρόλο στη σύσταση της εθνικής ταυτότητας παίζει η καλλιέργεια της θρησκευτικής πίστης. Τέλος, ο εθνικός άλλος παρουσιάζεται είτε αποκομμένα, αποσπασματικά και εξωτικά (όταν πρόκειται για μη ευρωπαϊκούς λαούς), υποτιμημένος (όταν πρόκειται για τους εθνικούς μας αντιπάλους), και να υπερέχει επιστημονικά και πολιτισμικά (όταν αφορά την σημερινή δυτική Ευρώπη). Μέσα σ’ αυτό το σχολείο, έχει καταφέρει να εισχωρήσει η Χρυσή Αυγή, μέσω διάφορων υποομάδων που έχει δημιουργήσει με αυτόν ακριβώς το σκοπό. Έτσι, όπως αναφέρει η κ. Καραμανώλη, στα σχολεία παρατηρούνται ολοένα και συχνότερα εκδηλώσεις βίας, επιθετικότητας, ξενοφοβίας και φασιστικής βίας. Αφορμή για την άσκηση λεκτικής και επιθετικής βίας, μπορεί να αποτελεί οποιαδήποτε μορφή διαφορετικότητας (στο χρώμα, στο φύλο, στη θρησκεία ή και αλλού.)