Άρθρο που δημοσιεύτηκε στους The New York Times. Η Jennifer Wilson είναι αρθρογράφος. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Τους πρώτους μήνες του περιορισμού της κυκλοφορίας, πολλοί άνθρωποι εγκλωβισμένοι στο σπίτι βρέθηκαν να στρέφονται σε παράξενες πηγές παρηγοριάς: τις παρουσιάσεις PowerPoint του κυβερνήτη Andrew Cuomo, ψήσιμο ψωμιού (ειδικά για αδιευκρίνιστους λόγους, προζυμένιο) και το Πόλεμος και Ειρήνη, το 1200 σελίδων μυθιστόρημα του Leo Tolstoy για την ναπολεόντεια περίοδο στη Ρωσία.

Συγκεντρωμένοι διαδικτυακά γύρω από το hashtag #TolstoyTogether, αναγνώστες, δίχως αυτό να αποτελεί κάποια έκπληξη, βρέθηκαν να έλκονται από ένα βιβλίο για μια χώρα που παλεύει με την αβεβαιότητα και συνηθισμένους ανθρώπους να υποβάλλονται στα καπρίτσια ευμετάβλητων και αναποτελεσματικών πολιτικών ηγετών. Με όλη του την λογοτεχνική του δύναμη και φυσικό μέγεθος (αυτό το τελευταίο αναφέρεται συχνά ως εξήγηση γιατί το βιβλίο αποτελεί μια ιδανική απασχόληση στην πανδημία), το Πόλεμος και Ειρήνη μου φαίνονταν ανεπαρκώς ριζοσπαστικό για την παρούσα συγκυρία, με δεδομένο ιδιαίτερα το εύρος της κοινωνικής σκέψης του Tolstoy. Στις πρώτες μέρες της πανδημίας, αισθάνθηκα να έλκομαι προς το Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς (1886), το διήγημα του Tolstoy για ένα πλούσιο και φιλόδοξο αξιωματούχο της αυλής που υποκύπτει σε μια ασθένεια που κάνει τους γιατρούς του να απορούν· στην ασθένεια του, ο Ivan Ilyich βρίσκει την διαύγεια – συνειδητοποιεί πόσο πολύ η κοινωνία του είναι δομημένη προς τα χρηματικά κέρδη σε βάρος των ανθρώπων.

Ο Tolstoy έκλεινε προς αναζητητές, σε χαρακτήρες που ήταν μόνιμα στην δίνη μιας πνευματικής κρίσης· ο George Orwell τους περιέγραψε ως φιγούρες «που παλεύουν να κατασκευάσουν τις ψυχές τους». και πράγματι ο Tolstoy έβλεπε τις εκτατές κρίσεις, προσωπικές και κοινωνικές, ως αναγκαίες ρήξεις που μπορούσαν να προκαλέσουν μια βαθύτερη αμφισβήτηση της κοινωνίας και των πιστεύω που την υποστήριζαν. Από την δική του πνευματική αφύπνιση, που καταγράφει στο ημερολόγιο Μια Εξομολόγηση (1882), περιέγραψε την αίσθηση σαν το έδαφος από κάτω του να έχει καταρρεύσει. Δεν είναι έκπληξη έτσι, που οι αναγνώστες βρίσκουν ανανεωμένη επικαιρότητα στο έργο του σε μια εποχή που οι οικονομικές ανισότητες που αποκάλυψε ο COVID-19 και αστυνομικές δολοφονίες έχουν οδηγήσει έναν δίχως προηγούμενο αριθμό ανθρώπων να αρχίσουν να αμφισβητούν κάποιους από τους ιδρυτικούς μύθους της χώρας. Με εκκλήσεις για αποχρηματοδότητση της αστυνομίας, πολλοί αναρωτιούνται, για πρώτη φορά στη ζωή τους, όχι μόνο πως λειτουργούν οι θεσμοί μας αλλά αν θα έπρεπε να υπάρχουν καν.

Ένας από τους αναζητητές του Tolstoy βρίσκεται σε ένα τέτοιο μονοπάτι είναι ο Ivan Vassilevich, ο πρωταγωνιστής της μικρής ιστορίας του 1903 με τίτλο Μετά το Χορό. Ο Ivan είναι ένας νεαρός της καλής κοινωνίας που ερωτεύεται την κόρη ενός συνταγματάρχη, και σχεδιάζει να καταταχτεί και ο ίδιος ως ένα μοιραίο πρωινό περίπατο. Έχει περάσει το προηγούμενο βράδυ σε ένα χορό στη πόλη, χορεύοντας με την κόρη, μια αδύνατη νεαρή καλλονή με το όνομα Varenka: «Αν και μου αρέσει η σαμπάνια», σκέφτεται, «δεν ήπια, επειδή δίχως καθόλου κρασί, είχα μεθύσει με έρωτα». Ωστόσο, ο Ivan γοητεύεται εξίσου από τον πατέρα της Varenka, έναν ευγενικό και φαινομενικά ήπιο άνδρα, που όπως σημειώνει, φορά απλές μπότες στο χορό επειδή προτιμά να δίνει όσα χρήματα του περίσσευαν για την κόρη του. Μετά το χορό, ο Ivan γυρίζει σπίτι, αλλά είναι ακόμη τόσο γοητευμένος που δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Κάνει μια βόλτα στους χιονισμένους δρόμους προς την κατεύθυνση του σπιτιού της Varenka, όταν όμως φτάνει, συναντά μια αναστατωτική σκηνή: «Στρατιώτες σε μαύρες στολές που στέκονταν σε δύο σειρές η μία απέναντι στην άλλη, κρατώντας τα όπλα τους στο πλάι τους και δεν κινούνται. Πίσω τους στέκονταν ο τυμπανιστής και ο φλαουτίστας, επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα την ίδια δυσάρεστη διαπεραστική μελωδία». Είναι ένα πειθαρχικό στρατιωτικό απόσπασμα και ο κατηγορούμενος, ένας νεαρός Τάταρος αξιωματικός (οι Τάταροι ήταν μια εθνική μειονότητα στην Ρωσία), τιμωρείται για λιποταξία. Ο Ivan κοιτάζει, παγωμένος, καθώς το σώμα του νεαρού άνδρα αιμορραγεί: «Ολόκληρο το σώμα του τρέμει, τα πόδια του τσαλαβουτάνε στο λιωμένο χιόνι, ο τιμωρημένος άνδρας κινήθηκε προς εμένα  υπό ένα καταιγισμό χτυπημάτων». Ο Ivan βλέπει πως ο συνταγματάρχης που διευθύνει την τελετουργία δεν είναι άλλος από τον πατέρα της Varenka, ο άνδρας που πριν λίγη ώρα μόνο πίστευε ως τρυφερό και γεμάτο αγάπη. Ο Ivan τρέχει μακριά, απελπισμένος προσπαθώντας να ξεχάσει αυτό που μόλις είδε. Δεν έχει όμως αποτέλεσμα· καθώς προσπαθεί να κοιμηθεί συνεχίζει να ακούει την κραυγή του του νεαρού αξιωματικού: «Έλεος, αδέρφια μου!». Ο Ivan αποφασίζει να μην καταταγεί, και σκέφτεται αν είναι δυνατόν να συμμετέχει σε μια κοινωνία που τέτοιου είδους βία δεν ασκείται απλά αλλά νομιμοποιείται από την πολιτεία.

Το Μετά το Χορό γράφτηκε σε αυτό που οι ακαδημαϊκοί αποκαλούν περίοδο μετά την μεταστροφή του, ξεκινώντας περίπου το 1879, όταν άρχισε να απομακρύνεται από την φαντασία για να εστιάσει στις πολιτικές εφαρμογές της χριστιανικής του πίστης (η οποία εκφράζονταν σαν ένα είδος αναρχισμού). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, που λίγο πολύ αποτελεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ο Tolstoy έγραψε πραγματείες περί ηθικής και δυνατά δοκίμια που ζητούσαν την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, την κατάργηση του κράτους και το τέλος της στρατιωτικής θητείας.

Οι απόψεις του Tolstoy, ιδιαίτερα καυστική του θέση απέναντι στην κρατικά νομιμοποιημένη βία, απεχθάνονταν τις αρχές, που έθεσαν τον συγγραφέα τον συγγραφέα σχεδόν υπό συνεχή αστυνομική παρακολούθηση. Τα ύστερα έργα του λογοκρίθηκαν στην Ρωσία και ήταν διαθέσιμα ευρέως σε μετάφραση στο εξωτερικό. Η αντιπολεμική του στάση ήταν ακόμη και η εξήγηση για την άρνηση να του απονεμηθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας απέρριψε την υποψηφιότητα του, ισχυριζόμενος, εν μέρει, πως ο Tolstoy, με το διακηρύσσει τον πασιφισμό, είχε «αρνηθεί το δικαίωμα και στα άτομα και στα κράτη στην αυτοάμυνα».

Το Μετά το Χορό στην ουσία ανήκει σε ένα ύστερο κεφάλαιο στην μακρόχρονη ένθερμη κριτική του Tolstoy πάνω στην κρατική βία. Ως νεαρός στρατιώτης που πολέμησε στο Καύκασο και στην Κριμαία, έγραψε στα ημερολόγια του για τις φρικιαστικές σκηνές βίας που είδε από κοντά. Με πολλούς τρόπους, το Πόλεμος και Ειρήνη είχε το στόχο να αποτελέσει μια διόρθωση στις λαϊκές ιστορίες και φαντασίες για το πόλεμο που ωραιοποιούσαν την μάχη· ο Tolstoy αντίθετα έδειξε το πόλεμο ως αποπροσανατολιστικό, χαοτικό και ταπεινωτικό. Αυτές οι απόψεις τελικά μετατράπηκαν σε μια κριτική της χρήσης της βίας, η οποία πίστευε εξυπηρετούσε στην συντήρηση της κοινωνικής τάξης που εξυπηρετούσαν μόνο τους πλούσιους και τις κυβερνώσες τάξεις. «Η βία δεν βασίζεται πλέον στην πίστη στην χρησιμότητα της», έγραψε αργότερα, «αλλά μόνο στο γεγονός πως έχει υπάρξει για τόσο πολύ, και έχει οργανωθεί από τις άρχουσες τάξεις που επωφελούνται από αυτή». Οι ύστερες απόψεις του Tolstoy θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνες εν μέρει επειδή δεν ζητούσε απλά την μεταρρύθμιση, αλλά την κατάργηση θεσμών που στηρίζονταν και καθοδηγούνταν από τη χρήση βίας.

Ο Richard Gustafson, ο συγγραφέας του Tolstoy: Resident and Stranger (1986), έγραψε πως για τον Tolstoy μη βία σήμαινε «απόρριψη του εξαναγκασμού ως το συνεκτικό ιστό της κοινότητας». Ο Tolstoy ζητούσε να αποδεχτούμε αντίθετα άλλες μορφές κοινωνικότητας, αδελφοσύνη και αμοιβαία αλληλοβοήθεια. Ίσως οι εκκλήσεις που ακούμε σήμερα για την αποχρηματοδότηση ή την κατάργηση της αστυνομίας μπορεί επίσης να ακούγονται με παρόμοιο τρόπο – ως εκκλήσεις για αγάπη. Οι ακτιβιστές που απαιτούν την αποεπένδυση από την αστυνομία ζητούν οι ίδιοι πόροι να αναδιανεμηθούν σε οργανισμούς και σε στήριξη πολιτικών που βοηθούν τους φτωχούς, τους ψυχικά ασθενείς και εκείνους που στερούνται ασφαλή στέγη.

Η έκκληση «Έλεος, αδέρφια!» θα στοίχειωνε τον Ivan Vassilievich για το υπόλοιπο της ζωής του, όπως εμάς σήμερα μας στοιχειώνουν εκκλήσεις για αέρα, για την «μητέρα». Πρέπει να απαντήσουμε στις εκκλήσεις αυτές με αγάπη, που, όπως μας υπενθυμίζει ο Tolstoy, σημαίνει την κατάργηση του αντίθετου της αγάπης.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Jennifer Wilson: Leo Tolstoy vs Αστυνομία

Σχολιάστε