Το κείμενο είναι το δοκίμιο του H. Marcuse που συμπεριλήφθηκε στο τόμο A Critique of Pure Tolerance (Beacon Press, 1969) όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα marcuze.org, αφιερωμένη στο έργο του. Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

Το παρόν δοκίμιο εξετάζει την ιδέα της ανοχής στην προηγμένη βιομηχανική εποχή μας. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι πως η επίτευξη του στόχου της ανοχής θα απαιτούσε μια δυσανεξία προς τις κυρίαρχες πολιτικές, συμπεριφορές και απόψεις, και την επέκταση της ανοχής σε πολιτικές, συμπεριφορές και απόψεις που σήμερα είναι εκτός νόμου ή καταστέλλονται. Με άλλα λόγια, σήμερα η ανοχή εμφανίζεται ξανά ως αυτό που ήταν στις αρχές της, στο ξεκίνημα της σύγχρονης περιόδου – ένας μονομερής στόχος, μια ανατρεπτική ιδέα και πρακτική. Αντίθετα, αυτό που διακηρύσσεται και εξασκείται σήμερα ως ανοχή, στις περισσότερες από τις ουσιαστικές εκφάνσεις του, εξυπηρετεί το σκοπό της καταπίεσης.

Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί πλήρως πως, αυτή τη στιγμή, καμιά δύναμη, καμιά εξουσία, καμιά κυβέρνηση δεν υπάρχει που θα μετέτρεπε την απελευθερωτική ανοχή σε πράξη, αλλά πιστεύει πως είναι το καθήκον και το έργο του ακαδημαϊκού να θυμάται και να διατηρεί ιστορικές πιθανότητες που μοιάζουν να έχουν γίνει ουτοπικές πιθανότητες – πως είναι το έργο του να σπάσει την παντοδυναμία της καταπίεσης ώστε να ανοίξει τον πνευματικό χώρο στον οποίο η κοινωνία αυτή μπορεί να αναγνωριστεί ως αυτό που είναι και κάνει,

Η ανοχή είναι ένας σκοπός από μόνη της. Η εξάλειψη της βίας, και η μείωση της καταπίεσης στο βαθμό που χρειάζεται για να προστατεύονται άνθρωπος και ζώα από τη σκληρότητα και την επιθετικότητα είναι προαπαιτούμενα για το χτίσιμο μιας ανθρώπινης κοινωνίας, μια τέτοια κοινωνία, δεν υπάρχει ακόμα· η πρόοδος προς αυτή είναι εμποδίζεται ίσως περισσότερο από ποτέ από τη βία και τη καταστολή σε παγκόσμια κλίμακα. Ως αποτρεπτικοί παράγοντες ενός πυρηνικού πολέμου, ως αστυνομική δράση εναντίον της ανατροπής, ως τεχνική βοήθεια στη μάχη κατά του ιμπεριαλισμού και του κομμουνισμού, ως μέθοδοι κατευνασμού σε νέο-αποικιοκρατικές σφαγές, τη βία και τη καταστολή τις διακηρύσσουν, εξασκούν και υπερασπίζονται εξίσου δημοκρατικές και αυταρχικές κυβερνήσεις, και οι λαοί που υπόκεινται σε τέτοιες κυβερνήσεις εκπαιδεύονται ώστε να συντηρούν αυτές τις πρακτικές ως απαραίτητες για τη διατήρηση του στάτους κβο. Η ανοχή επεκτείνεται σε πολιτικές, συνθήκες και τρόπους συμπεριφοράς που δεν θα έπρεπε να είναι ανεκτές επειδή εμποδίζουν, αν όχι καταστρέφουν, τις πιθανότητες για τη δημιουργία μιας ύπαρξης δίχως φόβο και μιζέρια.

Αυτό το είδος ανοχής ενδυναμώνει τη τυραννία της πλειοψηφίας ενάντια στην οποία οι πραγματικοί φιλελεύθεροι διαμαρτύρονται. Ο πολιτικός τόπος της ανοχής έχει αλλάξει: ενώ λίγο πολύ έχει με ήσυχο και συνταγματικό τρόπο αφαιρεθεί από την αντιπολίτευση, έχει γίνει υποχρεωτική συμπεριφορά όσον αφορά τις καθιερωμένες πολιτικές. Η ανοχή έχει αλλάξει από ενεργητική σε παθητική κατάσταση, από πράξη σε μη-πράξη: αφήνοντας ελεύθερες τις θεσμικές εξουσίες. Είναι οι άνθρωποι που ανέχονται τη κυβέρνηση, που με τη σειρά της ανέχεται την αντίθεση μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από τις θεσμικές εξουσίες.

Η ανοχή προς αυτό που είναι ριζικά κακό τώρα εμφανίζεται ως καλό επειδή εξυπηρετεί την συνοχή του όλου στο δρόμο προς την αφθονία ή την μεγαλύτερη αφθονία. Η ανοχή της συστηματικής αποβλάκωσης των παιδιών και των ενηλίκων εξίσου, την απελευθέρωση της καταστροφικότητας στην επιθετική οδήγηση, η στρατολόγηση και η εκπαίδευση ειδικών δυνάμεων, η αδύναμη και καλόβολη ανοχή προς την εμφανή εξαπάτηση της προώθησης προϊόντων, η σπατάλη και η προσχεδιασμένη αχρηστία δεν είναι παραμορφώσεις και αποκλίσεις, είναι η ουσία ενός συστήματος που θρέφει την ανοχή ως μέσο για την διαιώνιση της πάλης για ύπαρξη και την καταστολή των εναλλακτικών. Οι αρχές στην εκπαίδευση, στην ηθική και τη ψυχολογία βροντοφωνάζουν κατά της αύξησης της νεανικής παραβατικότητας· μιλούν χαμηλόφωνα όμως κατά της περήφανης παρουσίασης, στο λόγο και τις πράξεις και τις εικόνες, τον ακόμη πιο ισχυρών πυραύλων, ρουκετών, βομβών – την ώριμη παραβατικότητα ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Σύμφωνα με μια διαλεκτική πρόταση είναι το όλο που καθορίζει την αλήθεια – όχι με την έννοια πως το όλο είναι πρωτεύων ή ανώτερο ως προς τα κομμάτια του, αλλά με την έννοια πως η δομή του και λειτουργία καθορίζουν κάθε συγκεκριμένη συνθήκη και σχέση. Έτσι, μέσα σε μια καταπιεστική κοινωνία, ακόμη και προοδευτικά κινήματα κινδυνεύουν να μετατραπούν στο αντίθετό τους στο βαθμό που αποδέχονται τους κανόνες του παιχνιδιού. Για να πάρουμε την πιο επίμαχη περίπτωση: η εξάσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων (όπως η ψήφος, οι επιστολές στο τύπο, τους Γερουσιαστές κλπ, οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με εκ των προτέρων απόρριψη της αντιβίας) σε μια κοινωνία απόλυτης διαχείρισης εξυπηρετούν την ενδυνάμωση της διαχείρισης με το να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη δημοκρατικών ελευθεριών οι οποίες, στη πραγματικότητα, έχουν αλλάξει το περιεχόμενό τους και έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα τους. σε μια τέτοια περίπτωση, η ελευθερία (της γνώμης, της συνάθροισης, του λόγου) γίνεται όργανο αθώωσης της δουλείας. Και όμως (και μόνο εδώ η διαλεκτική πρόταση δείχνει τη πλήρη πρόθεσή της) η ύπαρξη και η εξάσκηση αυτών των ελευθεριών παραμένει μια προϋπόθεση για την αποκατάσταση της αρχικής τους αντιθετικής λειτουργίας, εφόσον η προσπάθεια για υπέρβαση των (συχνά αυτόεπιβαλλόμενων) περιορισμών τους ενταθεί. Γενικά, η λειτουργία και αξία της ανοχής βασίζεται στην ισότητα που υπάρχει στη κοινωνία στην οποία η ανοχή εξασκείται. Η ανοχή η ίδια είναι αντικείμενο σημαντικών κριτηρίων: το εύρος της και τα όρια της δεν μπορούν να οριστούν με τους όρους της αντίστοιχης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η ανοχή είναι αυτοσκοπός μόνο όταν είναι πραγματικά καθολική, εξασκείται από τους κυβερνήτες όπως και από τους κυβερνώμενους, από τους άρχοντες και από τους χωρικούς, από τους αστυνόμους και από τα θύματά τους. Και μια τέτοια καθολική ανοχή είναι δυνατή μόνο όταν κανένας πραγματικός ή υποθετικός εχθρός απαιτεί προς το εθνικό συμφέρον την εκπαίδευση και την εξάσκηση των ανθρώπων στη στρατιωτική βία και καταστροφή. Για όσο αυτές οι συνθήκες δεν υπερισχύουν, οι συνθήκες της ανοχής είναι «φορτωμένες»: καθορίζονται και ορίζονται από την θεσμική ανισότητα (η οποία είναι σαφώς συμβατή με την συνταγματική ισότητα), πχ από την ταξική δομή της κοινωνίας. Σε μια τέτοια κοινωνία, η ανοχή είναι de facto περιορισμένη στη διπλή βάση της νομιμοποιημένης βίας ή καταστολής (αστυνομία, ένοπλες δυνάμεις, φύλακες κάθε είδους) και την προνομιακή θέση που κρατούν τα κυρίαρχα συμφέροντα και οι «σύνδεσμοί» τους.

Αυτοί οι παρασκηνιακοί περιορισμοί της ανοχής φυσιολογικά προηγούνται των ξεκάθαρων και δικαστικών περιορισμών όπως ορίζονται από τα δικαστήρια, τα έθιμα, τις κυβερνήσεις, κλπ (για παράδειγμα, «καθαρό και άμεσο κίνδυνο», απειλή στην εθνική ασφάλεια, αίρεση). Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοινωνικής δομής, η ανοχή μπορεί να εξασκηθεί και να δειχτεί με προσοχή. Είναι δυο τύπων:

  1. Η παθητική ανοχή των περιχαρακωμένων και καθιερωμένων νοοτροπιών και ιδεών ακόμη και αν οι επιζήμιες επιπτώσεις της στον άνθρωπο και τη φύση είναι εμφανείς, και
  2. Η ενεργητική, επίσημη ανοχή που αποδίδεται στη Δεξιά όπως και στην Αριστερά, στα επιθετικά κινήματα όπως και στα μη βίαια κινήματα, στο κόμμα του μίσους όπως και σε αυτό της ανθρωπιάς. Ονομάζω αυτή την αμερόληπτη ανοχή «αφηρημένη» ή «αυθεντική» επειδή αποφεύγει να πάρει θέση – αλλά κάνοντας το αυτό στη πράξη προστατεύει τον ήδη καθιερωμένο μηχανισμό της διάκρισης

Η ανοχή που διεύρυνε την έκταση και το περιεχόμενο της ελευθερίας ήταν πάντοτε μεροληπτική – με δυσανεξία προς τους πρωταγωνιστές του καταπιεστικού στάτους κβο. Το ζήτημα ήταν μόνο ο βαθμός και η έκταση της μη ανοχής. Στην βαθιά φιλελεύθερη κοινωνία της Αγγλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, η ελευθερία του λόγου και της συνάθροισης αποδίδονταν ακόμη και στους ριζοσπαστικούς εχθρούς της κοινωνίας, εφόσον δεν έκαναν την μετάβαση από τις λέξεις στη πράξη, από το λόγο στη δράση.

Βασιζόμενη στους αποτελεσματικούς περιορισμούς στο παρασκήνιο, που επιβάλλονται από τη ταξική της δομή, η κοινωνία έμοιαζε να εξασκεί μια γενική ανοχή. Η φιλελεύθερη θεωρία είχε ήδη θέσει μια σημαντική συνθήκη στην ανοχή: θα «εφαρμόζονταν μόνο σε ανθρώπινα όντα στην ωριμότητα της λογικής τους». Ο John Stuart Mill δεν εννοεί μόνο για παιδιά και ανήλικους, εξηγεί: «Η ελευθερία, ως αρχή, δεν έχει καμιά εφαρμογή σε καμία περίπτωση πριν από τη στιγμή που το ανθρώπινο είδος θα έχει γίνει ικανό να βελτιωθεί από τον ελεύθερο και ισότιμο λόγο». Πριν από εκείνη τη στιγμή, οι άνθρωποι μπορεί να είναι ακόμη βάρβαροι και ο «δεσποτισμός» είναι ένας αποδεκτός τρόπος διακυβέρνησης όσον αφορά τους βαρβάρους, εφόσον ο σκοπός είναι η βελτίωση τους, και τα μέσα δικαιολογούνται με την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι συχνά χρησιμοποιούμενες φράσεις του Mill έχουν μια λιγότερο γνωστή επίπτωση από την οποία εξαρτάται το νόημα τους: η εσωτερική σύνδεση μεταξύ ελευθερίας και αλήθειας. Υπάρχει μια αίσθηση πως η αλήθεια είναι ο σκοπός της ελευθερίας, και η ελευθερία πρέπει να ορίζεται και να συγκροτείται από την αλήθεια. Τώρα σε ποιο πλαίσιο μπορεί η ελευθερία μπορεί να είναι για χάρη της αλήθειας; Η ελευθερία είναι αυτοδιάθεση, αυτονομία – αυτό αποτελεί σχεδόν ταυτολογία, αλλά μια ταυτολογία που μπορεί να προέρχεται μια ολόκληρη σειρά από συνθετικά συμπεράσματα. Ορίζει την ικανότητα να καθορίζει κάποιος τη ζωή του: να είναι σε θέση να αποφασίζει τι να κάνει και τι όχι. το αντικείμενο όμως της αυτονομίας του όμως δεν είναι ποτέ η πιθανή, ιδιωτική ατομικότητα καθώς αυτό πρακτικά ή μπορεί να είναι· είναι μάλλον η ατομικότητα ως ανθρώπινο ον που είναι ικανό να είναι ελεύθερο μαζί με άλλους. Και το πρόβλημα του να κάνεις δυνατή μια τέτοια αρμονία μεταξύ κάθε εξατομικευμένη ελευθερία και το άλλου, δεν είναι η εύρεση ενός συμβιβασμού μεταξύ ανταγωνιστών, ή μεταξύ ελευθερίας και νόμου, μεταξύ δημόσιου και ατομικού συμφέροντος, κοινής και ιδιωτικής ευημερίας σε μια καθιερωμένη κοινωνία, αλλά της δημιουργίας τη κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος δεν είναι πια σκλαβωμένοι από θεσμούς που ακυρώνουν την αυτοδιάθεση από την αρχή. Με άλλα λόγια, η ελευθερία δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί ακόμη και για τις πιο ελεύθερες κοινωνίες. Και η κατεύθυνση στην οποία πρέπει να αναζητηθεί, και οι θεσμικές και πολιτισμικές αλλαγές που μπορεί να βοηθήσουν να επιτευχθεί ο στόχος είναι, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο πολιτισμό, κατανοητές, δηλαδή, μπορούν να αναγνωριστούν και να προβληθούν, στη βάση της εμπειρίας, από την ανθρώπινη λογική.

Στην αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρίας και πράξης, αληθινές και ψεύτικες λύσεις γίνονται διακριτές μεταξύ τους – ποτέ με την απόδειξη της αναγκαιότητας, ποτέ ως το θετικό, μόνο με τη βεβαιότητα μιας τεκμηριωμένης και λογικής πιθανότητας, και με την πειστική δύναμη της του αρνητικού. Γιατί το αληθινό θετικό είναι η κοινωνία του μέλλοντος και γι’ αυτό πέρα από ορισμό και διάθεση, ενώ το υπαρκτό θετικό είναι αυτό που πρέπει να ξεπεραστεί. Αλλά η εμπειρία και η κατανόηση της υπαρκτής κοινωνίας μπορεί να είναι χρήσιμη για την αναγνώριση αυτού που δεν είναι ευνοϊκό για μια ελεύθερη και λογική κοινωνία, που εμποδίζει και διαστρεβλώνει τις πιθανότητες της δημιουργίας της. Η ελευθερία είναι χειραφέτηση, μια συγκεκριμένη ιστορική διεργασία στη θεωρία και τη πράξη, και ως τέτοια έχει τα σωστά και τα λάθη της, την αλήθεια και το ψέμα της.

Η αβεβαιότητα της πιθανότητας σε αυτή τη διάκριση δεν ακυρώνει την ιστορική της αντικειμενικότητα, αλλά απαιτεί την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης ως προϋποθέσεις εύρεσης του δρόμου προς την ελευθερία – απαιτεί ανοχή. Όμως, η αυτή η ανοχή δεν μπορεί να είναι δίχως όρους και ίση με το περιεχόμενο της έκφρασης, ούτε στο λόγο, ούτε στη πράξη· δεν μπορεί να προστατεύει ψεύτικα λόγια και λανθασμένες πράξεις που δείχνουν πως αντικρούουν και αναιρούν τις πιθανότητες χειραφέτησης. Μια τέτοια άνευ όρων ανοχή είναι δικαιολογημένη σε ακίνδυνους διαλόγους, σε συζήτηση, στον ακαδημαϊκό διάλογο, είναι ανεκτίμητης αξίας στο επιστημονικό εγχείρημα, όπου η ίδια η ελευθερία και η ευτυχία είναι σε κίνδυνο: εδώ, μερικά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν, ορισμένες ιδέες δεν μπορούν να εκφραστούν, συγκεκριμένες πολιτικές δεν μπορούν να προταθούν, ορισμένες συμπεριφορές δεν μπορούν να επιτραπούν δίχως να δημιουργηθεί ανοχή για ένα όργανο της συνέχισης της δουλείας.

Ο κίνδυνος της «καταστροφικής ανοχής» (Baudelaire), της «καλοήθους ουδετερότητας» προς τη τέχνη έχει αναγνωριστεί: η αγορά, η οποία απορροφά εξίσου καλά (αν και με συχνές απότομες διακυμάνσεις) τέχνη, αντί-τέχνη, και μη-τέχνη, όλες τις πιθανές συγκρουόμενες τεχνοτροπίες, σχολές, μορφές, προσφέρει ένα «βολικό δοχείο, μια φιλική άβυσσο» στο οποίο η ριζοσπαστική επίπτωση της τέχνης, η διαμαρτυρία της τέχνης εναντίον της καθιερωμένης πραγματικότητας χωνεύεται. Ωστόσο, η λογοκρισία της τέχνης και της λογοτεχνίας είναι οπισθοδρομική σε κάθε περίπτωση. Το αυθεντικό έργο δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στήριγμα καταπίεσης, και ψευδο-τέχνη (που μπορεί να είναι ένα τέτοιο στήριγμα) δεν είναι τέχνη. Η τέχνη στέκεται απέναντι στην ιστορία, αντέχει την ιστορία η οποία είναι η ιστορία της καταπίεσης, γιατί η τέχνη υποβάλει τη πραγματικότητα σε νόμους διαφορετικούς από τους καθιερωμένους: στους νόμους της Φόρμας που δημιουργεί μια διαφορετική πραγματικότητα – ακύρωση της καθιερωμένης ακόμη και εκεί που η τέχνη απεικονίζει την καθιερωμένη πραγματικότητα. Είναι όμως στη πάλη με την ιστορία, που η τέχνη υπόκειται στην ιστορία: η ιστορία μπαίνει στον ορισμό της τέχνης και μπαίνει στη διάκριση μεταξύ τέχνης και ψευδο-τέχνης. Προηγούμενες μορφές, τεχνοτροπίες και χαρακτηριστικά, προηγούμενοι τρόποι διαμαρτυρίας και άρνησης δεν μπορούν να αναβιώσουν μέσα ή εναντίον μιας διαφορετικής κοινωνίας. Αυτές είναι περιπτώσεις που ένα αυθεντικό έργο κουβαλά ένα οπισθοδρομικό πολιτικό μήνυμα – ο Dostoevski είναι μια τέτοια περίπτωση. Όμως τότε, το μήνυμα ακυρώνεται από το ίδιο το έργο: το οπισθοδρομικό πολιτικό περιεχόμενο χάνεται, ανυψώνεται (aufgehoben) στην καλλιτεχνική μορφή: στο έργο ως λογοτεχνία.

Η ανοχή του ελεύθερου λόγου είναι ο δρόμος της βελτίωσης, της προόδου στην απελευθέρωση, όχι επειδή δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, και η βελτίωση πρέπει υποχρεωτικά να είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ μιας πληθώρας απόψεων, αλλά επειδή υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια η οποία μπορεί να ανακαλυφθεί, να εξακριβωθεί μόνο στη εκμάθηση και την κατανόηση αυτού που είναι και αυτού που μπορεί να είναι και πρέπει να γίνουν για το σκοπό της βελτίωσης το σύνολο της ανθρωπότητας. Αυτό το κοινό και ιστορικό «πρέπει» δεν είναι άμεσα εμφανές, χειροπιαστό: πρέπει να ανακαλυφθεί «ανοίγοντας τομές», «διαιρώντας» και «χωρίζοντας» (discutio) το συγκεκριμένο υλικό – ξεχωρίζοντας το σωστό από το λάθος, το καλό από το κακό, το ορθό από το εσφαλμένο. Το αντικείμενο του οποίου η «βελτίωση» βασίζεται σε μια προοδευτική ιστορική πρακτική είναι ο άνθρωπος ως άνθρωπος, και αυτή η καθολικότητα αντικατοπτρίζεται σε αυτό της συζήτησης, που εκ των προτέρων δεν εξαιρεί καμιά ομάδα ή άτομο. Ακόμη όμως και ο εντελώς ελεύθερος χαρακτήρας της φιλελεύθερης ανοχής ήταν, τουλάχιστον στη θεωρία, βασισμένη στη πρόταση πως οι άνθρωποι ήταν (εν δυνάμει) άτομα που μπορούν να μάθουν να ακούν και βλέπουν και αισθάνονται από μόνοι τους, να αναπτύξουν τις δικές τους σκέψεις, να κατανοούν τα πραγματικά τους συμφέροντα και δικαιώματα και ικανότητες, επίσης εναντίον της καθιερωμένης εξουσίας και γνώμης. Αυτή ήταν η λογική του ελεύθερου λόγου και συνάθροισης. Η καθολική ανοχή γίνεται αμφισβητήσιμη όταν η τεκμηρίωση της δεν κυριαρχεί πλέον, όταν η ανοχή προσφέρεται σε χειραγωγημένα και κατηχημένα που παπαγαλίζουν, ως δική τους, τη γνώμη των αφεντών τους, για τους οποίους η ετερονομία έχει γίνει αυτονομία.

Ο σκοπός της ανοχής είναι η αλήθεια. Είναι ξεκάθαρο από τα ιστορικά δεδομένα πως ο αυθεντικός υπερασπιστής της ανοχής είχε περισσότερα και άλλη αλήθεια στο μυαλό του από την προτασιακή λογική και την ακαδημαϊκή θεωρία. Ο John Stuart Mill μιλά για την αλήθεια που καταδιώκεται στην ιστορία και που δεν θριαμβεύει μπροστά στην καταπίεση με την αρετή της «εσωτερικής της δύναμης», η οποία στη πράξη δεν έχει εσωτερική δύναμη «απέναντι στα μπουντρούμια και τη πυρά». Και απαριθμεί τις «αλήθειες» οι οποίες με σκληρότητα και αποτελεσματικότητα εξολοθρεύθηκαν στα μπουντρούμια και τη πυρά: αυτή του Αρνάλδου της Μπρέσια, του πατέρα Δουλσίνου, του Σαβοναρόλα, των Αλβιγηνών, των Βαλδένσιων, των Λολάρδων, και των Χουσιτών. Η ανοχή υπάρχει πρώτα και κύρια για χάρη των αιρετικών – ο ιστορικός δρόμος προς τον ανθρωπισμό (humanitas) μιάζει ως αίρεση: αντικείμενο καταστολής από τις υπάρχουσες εξουσίες. Η αίρεση από μόνη της όμως, δεν είναι σύμβολο αλήθειας.

Το κριτήριο της προόδου στην αλήθεια σύμφωνα με την οποία ο Mill κρίνει αυτά τα κινήματα είναι η Μεταρρύθμιση. Η εκτίμηση είναι εκ των υστέρων, και ο κατάλογός του περιλαμβάνει αντίθετες θέσεις (και ο Σαβαναρόλα θα έκαιγε το Δουλσίνο). Ακόμη η εκ των υστέρων αξιολόγηση είναι αμφισβητήσιμη ως προς την αλήθεια της: η ιστορία διορθώνει τη κρίση της πολύ αργά. Η διόρθωση δεν βοηθά τα θύματα και δεν απαλλάσσει τους εκτελεστές. Το μάθημα ωστόσο είναι ξεκάθαρο: η μισαλλοδοξία έχει καθυστερήσει τη πρόοδο και έχει επιμηκύνει τη σφαγή και το βασανισμό αθώων για εκατοντάδες χρόνια. Κλειδώνει αυτό την θέση για άνευ όρων, «απόλυτη» ανοχή; Είναι οι ιστορικές συνθήκες στις οποίες τέτοια ανοχή εμποδίζει την απελευθέρωση και πολλαπλασιάζει τα θύματα που θυσιάζονται για το στάτους κβο; Μπορεί η άνευ όρων εγγύηση των πολιτικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών να είναι καταπιεστική; Μπορεί μια τέτοια ανοχή να χρησιμεύσει για το περιορισμό της ποιοτικής κοινωνικής αλλαγής;

Θα αναλύσω αυτό το ερώτημα αναφέροντας μόνο πολιτικά κινήματα, νοοτροπίες, σχολές σκέψης, φιλοσοφίες που είναι «πολιτικά» με την ευρύτερη έννοια – επηρεάζουν τη κοινωνία συνολικά, υπερβαίνοντας εμφανώς την σφαίρα της ιδιωτικότητας. Επιπλέον, προτείνω την αλλαγή της εστίασης της συζήτησης: θα ασχολείται όχι μόνο, όχι μόνο κυρίως, με την ανοχή προς τα ριζοσπαστικά άκρα, τις μειονότητες, τους ανατρεπτικούς κλπ., αλλά αντίθετα με την ανοχή προς τις πλειοψηφίες, προς την επίσημη και τη δημόσια γνώμη, προς τους καθιερωμένους προστάτες της ελευθερίας. Στη περίπτωση αυτή, η συζήτηση μπορεί να έχει ένα πλαίσιο αναφορά μόνο σε μια δημοκρατική κοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι, ως άτομα και ως μέλη πολιτικών και άλλων οργανισμών, συμμετέχουν στη δημιουργία, τη συντήρηση, και την αλλαγή των πολιτικών. Σε ένα απολυταρχικό σύστημα, οι άνθρωποι δεν ανέχονται – υποφέρουν τις θεσμοθετημένες πολιτικές.

Υπό ένα σύστημα που είναι συνταγματικά εγγυημένο και (γενικά και χωρίς πολλές και ηχηρές εξαιρέσεις) εφαρμοσμένων πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η αντίθεση είναι ανεκτή εκτός και αν γεννά βία και/ή προτρέπει την και οργανώνει την βίαιη ανατροπή. Η υπόθεση που βρίσκεται από κάτω είναι πως η καθιερωμένη κοινωνία είναι ελεύθερη, και πως κάθε βελτίωση, ακόμη και αλλαγή στη κοινωνική δομή και κοινωνικές αξίες, θα έρθει με τη κανονική ροή των γεγονότων, προετοιμασμένη, καθορισμένη, και δοκιμασμένη σε ελεύθερο και ισότιμο διάλογο, και πως κάθε βελτίωση, στην ανοιχτή αγορά των ιδεών και των αγαθών. Θυμάμαι τώρα το απόσπασμα του John Stuart Mill, στο οποίο εστίασα στην προϋπόθεση του που είναι κρυμμένη σε αυτή την εικασία: ελεύθερη και ισότιμη συζήτηση μπορεί να εκπληρώσει τη λειτουργία που της ανατίθεται μόνο αν είναι η ορθολογική έκφραση και ανάπτυξη της ανεξάρτητης σκέψης, ελεύθερη από κατήχηση, χειραγώγηση, εξωτερική αυθεντία. Η αντίληψη του πλουραλισμού και των εξισορροπούμενων δυνάμεων δεν είναι υποκατάστατο για αυτό το προαπαιτούμενο. Κάποιος θεωρητικά μπορεί να δημιουργήσει ένα κράτος στο οποίο μια πληθώρα διαφορετικών πιέσεων, συμφερόντων, και εξουσιών που να εξισορροπούν η μια την άλλη και να καταλήγουν σε ένα πραγματικό γενικό και λογικό συμφέρον. Ωστόσο, μια τέτοια κατασκευή με δυσκολία ταιριάζει σε μια κοινωνία στην οποία οι δυνάμεις είναι και παραμένουν άνισες και ακόμη και ενισχύουν την ανισότητα τους όταν αφήνονται ελεύθερες. Ταιριάζει ακόμα πιο άσχημα όταν η ποικιλία των πιέσεων ενώνεται και παγιώνεται σε ένα συντριπτικό όλο, ενσωματώνοντας τις ιδιαίτερες αντισταθμιστικές δυνάμεις λόγω ενός βελτιούμενου επιπέδου ζωής και μιας αυξανόμενης συγκέντρωσης των εξουσιών. Έτσι, ο εργάτης που τα πραγματικά του συμφέροντα συγκρούονται με αυτά της διεύθυνσης, ο κοινός καταναλωτής του οποίου τα πραγματικά συμφέροντα συγκρούονται με εκείνα του παραγωγού, ο διανοούμενος του οποίου το κάλεσμα συγκρούεται με εκείνο του εργοδότη του, βρίσκουν τους εαυτούς τους να υποτάσσονται σε ένα σύστημα απέναντι στο οποίο είναι αδύναμοι και μοιάζουν παράλογοι. Η ιδέα των διαθέσιμων εναλλακτικών εξανεμίζονται σε μια εντελώς ουτοπική διάσταση στην οποία είναι οικεία, γιατί μια ελεύθερη κοινωνία είναι πράγματι εξωπραγματικά και απροσδιόριστα διαφορετική από τις υπάρχουσες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οποιαδήποτε βελτίωση μπορεί να συμβεί «στην κανονική πορεία των πραγμάτων» και δίχως ανατροπή είναι πιθανών να είναι βελτίωση προς στη κατεύθυνση που καθορίζεται από τα ιδιαίτερα συμφέροντα που ελέγχουν το όλο.

Από το ίδιο σημείο, εκείνες οι μειονότητες που μοχθούν για μια αλλαγή στο όλο συνολικά, υπό τις καλύτερες των συνθηκών που σπάνια επικρατούν, θα αφεθούν ελεύθερες να σκεφτούν και να συζητήσουν, να μιλήσουν και να συγκεντρωθούν – και θα παραμείνουν ακίνδυνες και αβοήθητες μπροστά στη σαρωτική πλειοψηφία. Η πλειοψηφία βασίζεται ιδιαίτερα από την όλο και μεγαλύτερη ικανοποίηση των αναγκών, και του τεχνολογικού και διανοητικού συντονισμού, που δείχνουν την γενική αδυναμία των ριζοσπαστικών ομάδων σε ένα καλά λειτουργικό κοινωνικό σύστημα.

Μέσα στην πλούσια δημοκρατία, επικρατεί ο πλούσιος διάλογος, και μέσα στο προκαθορισμένο πλαίσιο, είναι αρκετά ανεκτικός. Όλες οι απόψεις μπορούν να ακουστούν: η Κομμουνιστική και η Φασιστική, η Αριστερή και η Δεξιά, ο λευκός και ο μαύρος, οι σταυροφόροι των εξοπλισμών και των αφοπλισμών. Επιπλέον, στις ατελείωτες συζητήσεις στα μέσα, η ηλίθια άποψη αντιμετωπίζεται με τον ίδιο σεβασμό με την έξυπνη, οι παραπληροφορημένοι μπορούν να μιλάνε όσο και οι πληροφορημένοι, και η προπαγάνδα είναι δίπλα δίπλα με την εκπαίδευση, η αλήθεια με το ψέμα. Αυτή η απόλυτη ανοχή του λογικού και του παραλόγου δικαιολογείται από το δημοκρατικό επιχείρημα πως κανένας, ούτε ομάδα, ούτε άτομο, είναι κάτοχος της αλήθειας και ικανός να ορίσει τι είναι σωστό και τι λάθος, καλό και κακό. Έτσι, όλες οι αντίθετες απόψεις πρέπει προσφέρονται «στο λαό» για σκέψη και επιλογή. Ήδη όμως έχω πει πως το δημοκρατικό επιχείρημα υπονοεί μια απαραίτητη συνθήκη, δηλαδή πως οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να σκέφτονται και να επιλέγουν πάνω στη βάση της γνώσης, που επιβάλλεται να έχουν πρόσβαση σε αυθεντική πληροφορία, και πως, σε αυτή τη βάση, η αξιολόγηση τους πρέπει να είναι το αποτέλεσμα αυτόνομης σκέψης.

Την σύγχρονη περίοδο, το δημοκρατικό επιχείρημα για την ασαφή ανοχή τείνει να ακυρώνεται από την ίδια την ακύρωση της δημοκρατικής διαδικασίας. Η απελευθερωτική δύναμη της δημοκρατίας ήταν η ευκαιρία που επέτρεψε στην αποτελεσματική διαφωνία, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, την ανοικτότητα της σε ποιοτικά διαφορετικές μορφές κυβέρνησης, κουλτούρας, εκπαίδευσης, εργασίας – της ανθρώπινης ύπαρξης γενικά. Η ανοχή του ελεύθερου διαλόγου και το ίσο δικαίωμα των αντιθέτων ήταν για να ορίσει και να διευκρινίσει τις διαφορετικές μορφές διαφωνίας: της κατεύθυνσης, του περιεχομένου, της προοπτικής τους. η συγκέντρωση όμως, της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και η ενσωμάτωση των αντιθέτων σε μια κοινωνία που χρησιμοποιεί τη τεχνολογία ως όργανο κυριαρχίας, η αποτελεσματική διαφωνία μπλοκάρεται ενώ θα έπρεπε να βγαίενι στην επιφάνεια ελεύθερα· στη μορφοποίηση της γνώμης, στην πληροφορία και την επικοινωνία, στο λόγο και στη συνάθροιση. Υπό τη κυριαρχία μονοπωλιακών μέσων – τα ίδια είναι απλά τα όργανα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας – δημιουργείται μια νοοτροπία για την οποία σωστό και λάθος, αληθινό και ψεύτικο είναι προκαθορισμένα όποτε επηρεάζουν τα ζωτικά συμφέροντα της κοινωνίας. Αυτό, πριν από όλη την έκφραση και την επικοινωνία, είναι σημασιολογικό: το μπλοκάρισμα της αποτελεσματικής διαφωνίας, την αναγνώριση αυτού που δεν είναι το Κατεστημένο το οποίο ξεκινά στη γλώσσα που δημοσιοποιείται και παρέχεται. Το νόημα των λέξεων καθορίζεται πρακτικά. Η λογική πειθώ, η πειθώ προς το αντίθετο αποκλείεται. Η είσοδος της ερμηνείας είναι κλειστή για την έννοια των λέξεων και των ιδεών, πέρα από τη καθιερωμένη – καθιερωμένη από τη πληροφόρηση της εξουσίας που υπάρχει, και επαληθεύεται στις πρακτικές της. Άλλες λέξεις μπορεί να εκφέρονται και να ακούγονται, άλλες ιδέες μπορούν να εκφράζονται, αλλά στη μαζική συντηρητική πλειοψηφία (πέρα από θύλακες όπως οι ακαδημαϊκοί), «αξιολογούνται» άμεσα(δηλαδή, γίνονται αυτόματα κατανοητές) με όρους δημόσιας γλώσσας – μια γλώσσα που καθορίζει εκ των προτέρων τη κατεύθυνση στην οποία προχωρά η διανοητική διεργασία. Έτσι η διαδικασία της σκέψης τελειώνει εκεί που ξεκίνησε: στις δεδομένες συνθήκες και σχέσεις. Αυταπόδεικτο, το επιχείρημα, από το διάλογο απορρίπτει την αντίφαση επειδή η αντίθεση επανακαθορίζεται με τους όρους της θέσης. Για παράδειγμα, θέση: εργαζόμαστε για την ειρήνη· αντίθεση: προετοιμαζόμαστε για πόλεμο (ή ακόμη: κάνουμε πόλεμο)· ένωση των αντίθετων· προετοιμασία για πόλεμο είναι εργασία για την ειρήνη. Η ειρήνη επαναπροσδιορίζεται αναγκαία, στη κυρίαρχη κατάσταση, περιλαμβανόμενης της προετοιμασίας για πόλεμο (ή ακόμη και πολέμου) και σε αυτή την οργουελλιανή μορφή, η έννοια της λέξης «ειρήνη» σταθεροποιείται. Έτσι οι λέξεις του βασικού λεξιλογίου της οργουελλιανής γλώσσας λειτουργούν εκ των προτέρων ως κατηγορίες κατανόησης: προκαθορίζοντας κάθε περιεχόμενο. Αυτές οι συνθήκες ακυρώνουν τη λογική της ανοχής που περιλαμβάνει τη λογική εξέλιξη του νοήματος και αποκλείει το «κλείσιμο» της σημασίας συνεπώς, ή μέσα από τη συζήτηση και την ίση παρουσίαση των αντιθέτων (ακόμη και όπου είναι αληθινά, ίση) χάνουν εύκολα την απελευθερωτική τους δύναμη ως παράγοντες κατανόησης και εκμάθησης· είναι πολύ πιο πιθανό να ενδυναμώσουν την καθιερωμένη θέση και να αποτρέψουν τις εναλλακτικές.

Η ουδετερότητα στην απόλυτη, ίση αντιμετώπιση ανταγωνιστικών και συγκρουόμενων θεμάτων είναι πράγματι μια βασική προϋπόθεση για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στη δημοκρατική διαδικασία – εξίσου βασική προϋπόθεση για τον ορισμό των ορίων της ανοχής. Σε μια δημοκρατία όμως με απολυταρχική οργάνωση, η αντικειμενικότητα μπορεί να εκπληρώσει μια εντελώς διαφορετική λειτουργία, δηλαδή, να εκθρέψει μια διανοητική νοοτροπία που τείνει να καταστρέψει τη διαφορά μεταξύ αληθινού και ψεύτικου, πληροφορίας και κατήχησης, σωστού και λάθους. Στη πράξη, η επιλογή μεταξύ αντίθετων απόψεων έχει γίνει πριν η παρουσίαση και η συζήτηση ξεκινήσει – και έχει γίνει, όχι από κάποια συνωμοσία ή ένα χορηγό ή εκδότη, ούτε από κάποια δικτατορία, αλλά μάλλον από την «κανονική κατάσταση των γεγονότων», που είναι η πορεία των ελεγχόμενων γεγονότων, και από τη νοοτροπία που δημιουργείται σε αυτή τη πορεία. Εδώ, επίσης, είναι το όλο που καθορίζει την αλήθεια. Έτσι η απόφαση επιβάλλεται, δίχως κάποια ανοιχτή παραβίαση της αντικειμενικότητας, σε κάποια πράγματα όπως η δομή μιας εφημερίδας (με την διαίρεση της κρίσιμης πληροφορίας σε κομμάτια και διασκορπισμένα μεταξύ εξωτερικού υλικού, άσχετων αντικείμενα, την υποβίβαση αρνητικών νέων σε μη εμφανή σημεία), στην αντιπαράθεση υπέροχων διαφημίσεων με ασύλληπτες τραγωδίες, στην εισαγωγή και διακοπή της μετάδοσης γεγονότων με πολλά διαφημιστικά. Το αποτέλεσμα είναι η εξουδετέρωση των αντίθετων, μια εξουδετέρωση, που όμως λαμβάνει χώρα πάνω στις στέρεες βάσεις του δομικού περιορισμού της ανοχής και μέσα σε μια εφαρμοσμένη νοοτροπία. Όταν ένα περιοδικό τυπώνει μια αρνητική και μια θετική αναφορά στο FBI πλάι πλάι, ειλικρινά εκπληρώνει τις προϋποθέσεις της της αντικειμενικότητας: ωστόσο, οι πιθανότητες είναι πως το θετικό υπερισχύει επειδή η εικόνα του θεσμού είναι βαθιά εντυπωμένη στο μυαλό του κοινού. Ή, αν ένας εκφωνητής ειδήσεων μεταφέρει το βασανισμό και το φόνο ακτιβιστών των πολιτικών δικαιωμάτων με το ίδιο ανέκφραστο ύφος που περιγράφει το χρηματιστήριο ή το καιρό, ή με το ίδιο μεγάλο συναίσθημα με τα οποία αναφέρει τους χορηγούς του – περισσότερο προσβάλει την ανθρωπότητα και την αλήθεια με το να είναι ήρεμος εκεί που θα έπρεπε να είναι εξοργισμένος, με το να αποφεύγει την καταγγελία όταν η καταγγελία είναι μέσα στα ίδια τα γεγονότα. Η ανοχή που εκφράζεται με τέτοια ουδετερότητα εξυπηρετεί στην ελαχιστοποίηση ή ακόμη και στην συγχώρεση της κυριαρχούσας μισαλλοδοξίας και καταστολής. Αν η αντικειμενικότητα έχει να κάνει κάτι με την αλήθεια, αν η αλήθεια είναι κάτι περισσότερο από θέμα λογικής και επιστήμης, τότε αυτό το είδος αντικειμενικότητας είναι πλαστό, και αυτό το είδος ανοχής είναι απάνθρωπο. Και αν είναι απαραίτητο να ρίξουμε το καθιερωμένο σύμπαν της έννοιας (και των πρακτικών που περικλείει αυτό το σύμπαν) ώστε να επιτρέψουμε στον άνθρωπο να ανακαλύψει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, αυτή η παραπλανητική ουδετερότητα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Οι άνθρωποι που είναι εκτεθειμένοι σε αυτή την ουδετερότητα δεν είναι tabulae rasae, είναι κατηχημένοι από τις συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και σκέφτονται και τις οποίες δεν μπορούν να υπερβούν. Για να τους βοηθήσουμε να γίνουν αυτόνομοι, για να βρουν τους εαυτούς τους, να βρουν από μόνοι τους τί είναι αληθινό και τι ψεύτικο για τον άνθρωπο στην υπάρχουσα κοινωνία, θα πρέπει να απελευθερωθούν από την κυρίαρχη κατήχηση (η οποία πλέον δεν αναγνωρίζεται ως κατήχηση). Αυτό σημαίνει όμως πως η τάση θα πρέπει να αναστραφεί: θα πρέπει να πάρουν πληροφορίες που έχουν κλείνουν προς την άλλη πλευρά. Επειδή τα γεγονότα δεν δίνονται άμεσα και δεν είναι ποτέ άμεσα προσβάσιμα· θεμελιώνονται, «διαμεσολαβούνται» από εκείνους που τα δημιούργησαν· η αλήθεια, «η πλήρης αλήθεια» ξεπερνά αυτά τα γεγονότα και απαιτεί τη ρήξη με την παρουσίαση τους. η ρήξη αυτή – προϋπόθεση και ένδειξη για κάθε ελευθερία σκέψης και λόγου – δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο καθιερωμένο πλαίσιο αφηρημένης ανοχής και κίβδηλης αντικειμενικότητας επειδή αυτοί είναι ακριβώς οι παράγοντες που προδιαθέτουν το νου εναντίον της ρήξης.

Οι υπαρκτοί φραγμοί που υψώνει η απολυταρχική δημοκρατία ενάντια στην αποτελεσματικότητα της ποιοτικής διαφωνίας είναι αδύναμοι και αρκετά ευχάριστοι σε σχέση με τις πρακτικές μιας δικτατορίας που ισχυρίζεται πως εκπαιδεύει τους ανθρώπους στην αλήθεια. με όλους τους περιορισμούς και τις παραμορφώσεις της, η δημοκρατική ανοχή είναι υπό όλες τις συνθήκες πιο ανθρώπινη από μια θεσμοθετημένη μισαλλοδοξία η οποία θυσιάζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των τωρινών γενιών για χάρη μελλοντικών γενιών. Το ερώτημα είναι αν αυτό αποτελεί τη μόνη εναλλακτική. Θα προσπαθήσω να δείξω τη κατεύθυνση στην οποία μπορεί να αναζητηθεί μια απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκριση δεν είναι μεταξύ δημοκρατίας αφηρημένα και δικτατορίας αφηρημένα.

Η δημοκρατία είναι μια μορφή κυβέρνησης που ταιριάζει σε πολύ διαφορετικές κοινωνίες (αυτό ισχύει ακόμη και για δημοκρατίες με καθολικό δικαίωμα ψήφου και ισότητα απέναντι στο νόμο), και τα ανθρώπινα κόστη μιας δημοκρατίας είναι πάντοτε και παντού εκείνα που απαιτούνται από την κοινωνία στην οποία είναι κυβέρνηση. Το εύρος τους εκτείνονται από κανονική εκμετάλλευση, φτώχεια, και ανασφάλεια ως τα θύματα πολέμου, αστυνομικών δραστηριοτήτων, πολεμικής βοήθειας κλπ., με τις οποίες σχετίζεται η κοινωνία – κι όχι μόνο τα θύματα μέσα στα δικά της σύνορα. Αυτές οι σκέψεις δεν μπορούν ποτέ να αιτιολογήσουν την απαίτηση διαφορετικών θυσιών και διαφορετικών θυμάτων στο όνομα μιας καλύτερης μελλοντικής κοινωνίας, επιτρέπουν όμως την εκτίμηση του κόστους που σχετίζονται με τη διαιώνιση μια υπάρχουσας κοινωνίας απέναντι στα ρίσκα της προώθησης μιας εναλλακτικών που προσφέρουν μια εύλογη πιθανότητα για ειρήνη και απελευθέρωση. Σίγουρα, δεν μπορούμε να περιμένουμε από καμιά κυβέρνηση να εκθρέψει την ίδια της την ανατροπή, αλλά σε μια δημοκρατία αυτό το δικαίωμα είναι κεκτημένο από τους ανθρώπους (δηλαδή, στη πλειοψηφία των ανθρώπων). Αυτό σημαίνει πως οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαμορφωθεί μια ανατρεπτική πλειοψηφία δεν πρέπει να κλειστούν, και αν κλείσουν με οργανωμένη καταστολή και κατήχηση, το ξανάνοιγα τους μπορεί να απαιτεί προφανώς αντιδημοκρατικές μεθόδους. Θα περιλάμβαναν την άρση ανοχής του λόγου και της συνάθροισης ομάδων και κινημάτων που προωθούν επιθετικές πολιτικές, εξοπλισμό, σοβινισμό, διακρίσεις με βάση τη φυλή και τη θρησκεία, ή μέτρων που είναι αντίθετα με την επέκταση των κοινωνικών δημόσιων υπηρεσιών, της κοινωνικής ασφάλισης, της ιατρικής περίθαλψης, κλπ. Επιπλέον, η επαναφορά της ελευθερίας της ελευθερίας της σκέψης μπορεί να απαιτεί νέους και αυστηρούς περιορισμούς στη διδασκαλία και τις πρακτικές στα ακαδημαϊκά ιδρύματα τα οποία, με τις μεθόδους τους και αντιλήψεις, εξυπηρετούν στον εγκλεισμό του μυαλού μέσα στο καθιερωμένο σύμπαν διαλόγου και συμπεριφοράς – έτσι αποκλείοντας εκ των προτέρων μια ορθολογική αξιολόγηση των εναλλακτικών. Και στο βαθμό στον οποίο η ελευθερία της σκέψης περιλαμβάνει τη πάλη ενάντια στον εξανδραποδισμό, η επαναφορά τέτοιας ελευθερίας θα σημαίνει επίσης τη μη ανοχή προς την επιστημονική έρευνα προς όφελος θανάσιμων «αποτρεπτικών μεθόδων», της αφύσικης ανθρώπινης αντοχής υπό απάνθρωπες συνθήκες, κλπ. Θα μιλήσω εδώ για το ερώτημα ποιος θα αποφασίσει για τη διάκριση μεταξύ των απελευθερωτικών και των καταπιεστικών, των ανθρωπιστικών και των απάνθρωπων διδαχών και πρακτικών· έχω ήδη πει πως αυτή η διάκριση δεν είναι ζήτημα προτίμησης αξιών αλλά ορθολογικών κριτηρίων.

Ενώ η αναστροφή της τάσης στο εκπαιδευτικό επιχείρημα μπορεί τουλάχιστον να επιβληθεί από τους ίδιους τους μαθητές και τους δασκάλους, και έτσι να είναι αυτό-επιβεβλημένοι, η συστηματική απόσυρση της ανοχής προς τις οπισθοδρομικές και καταπιεστικές απόψεις και κινήματα μπορεί μόνο ειδωθεί ως αποτέλεσμα μαζικής πίεσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναταραχή. Με άλλα λόγια, θα προϋπόθετε αυτό που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη: η αναστροφή της τάσης. Ωστόσο, η αντίσταση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το μποϋκοτάζ, η μη συμμετοχή τόσο σε τοπικό όσο και σε επίπεδο μικρών ομάδων μπορεί ίσως να ετοιμάσει το έδαφος. Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της επαναφοράς της ελευθερίας εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα σε εκείνη τη διάσταση της κοινωνίας όπου η ψεύτικη ανοχή και η ελεύθερη επιχειρηματικότητα κάνουν τη πιο σοβαρή και μακροχρόνια ζημιά, δηλαδή στις επιχειρήσεις και στην ενημέρωση. Απέναντι στην εμφατική επιμονή από πλευράς των εκπροσώπων της εργατικής τάξης, πιστεύω πως οι πρακτικές όπως η προσχεδιασμένη αχρηστία, η σκευωρία της ηγεσίας των συνδικάτων και της διεύθυνσης, η διαστρεβλωμένη ενημέρωση δεν επιβάλλονται απλά από τα πάνω σε μια ανίσχυρη βάση, αλλά είναι ανεκτά από αυτή και το καταναλωτή γενικότερα.

Για να συζητήσουμε την ανοχή σε μια τέτοια κοινωνία σημαίνει να επανεξετάσουμε το ζήτημα της βίας και τη παραδοσιακή διάκριση μεταξύ βίαιης και μη βίαιης δράσης. Η συζήτηση δεν θα πρέπει, εξ αρχής, να θολωθεί με ιδεολογίες που εξυπηρετούν τη συνέχιση της βίας. Ακόμη και στα προηγμένα κέντρα του πολιτισμού, η βία στη πράξη είναι κυρίαρχη: την ασκεί η αστυνομία, στις φυλακές και τα ψυχιατρικά ιδρύματα, στη μάχη εναντίον φυλετικών μειονοτήτων· εξασκείται, από τους υπερασπιστές της μητροπολιτικής ελευθερίας, πάνω στις οπισθοδρομικές χώρες. Η βία αυτή γεννά πραγματικά βία. Αλλά το να αποφύγουμε τη βία μπροστά σε μια πολύ ισχυρότερη βία είναι ένα πράγμα, το να αποκηρύσσουμε εκ των προτέρων τη βία, σε ηθική ή ψυχολογική βάση (επειδή μπορεί να ενοχλεί πιθανούς συμμάχους) είναι κάτι άλλο. Η μη βία συνήθως όχι μόνο διδάσκεται για να εξασκείται μόνο από τους αδύναμους – είναι αναγκαιότητα παρά αρετή, και συνήθως δεν κάνει ιδιαίτερη ζημιά στη θέση των ισχυρών. (Είναι η περίπτωση της Ινδίας εξαίρεση; Εκεί, η παθητική αντίσταση πραγματοποιήθηκε σε μαζική κλίμακα , που αναστάτωσε, ή απείλησε να αναστατώσει, την οικονομική ζωή της χώρας. Η ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα: σε τέτοια κλίμακα, η παθητική αντίσταση δεν είναι πια παθητική – παύει να είναι μη βίαιη. Το ίδιο ισχύει και για τη Γενική Απεργία). Η διάκριση μεταξύ της του τρόμου της ελευθερίας και του τρόμου του δεσποτισμού που κάνει ο Robespierre, και η ηθική αποθέωση του πρώτου ανήκει στις πιο πειστικά καταδικασμένες παρεκκλίσεις, ακόμη και αν ο λευκός τρόμος ήταν πιο αιματηρός από τον κόκκινο τρόμο. Η συγκριτική εκτίμηση με όρους αριθμού θυμάτων είναι η ποσοτική προσέγγιση που δείχνει τον ανθρωπογενή τρόμο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας που έκανε τη βία ανάγκη. Με όρους ιστορικής λειτουργίας, υπάρχει διαφορά μεταξύ της επαναστατικής και αντιδραστικής βίας, μεταξύ της βίας των καταπιεσμένων και σε αυτή των καταπιεστών. Με όρος ηθικής, και οι δύο μορφές βίας είναι απάνθρωπες και κακές – αλλά από πότε η ιστορία δημιουργείται σύμφωνα με ηθικές αρχές; Το να αρχίσουμε να τις εφαρμόζουμε τη στιγμή που οι καταπιεσμένοι επαναστατούν ενάντια στους καταπιεστές, οι μη έχοντες ενάντια στους έχοντες εξυπηρετεί τη θέση της πραγματικής βίας με το να εξασθενεί τη διαμαρτυρία εναντίον της. Ας κατανοήσουμε αυτό: αν η βία ξεκινούσε σήμερα, αν ούτε η εκμετάλλευση, ούτε η καταπίεση υπήρχαν στο κόσμο, ίσως συντονισμένη μη βία να έλυνε τη διαμάχη. Αν όμως ολόκληρο το κυβερνητικό σύστημα και οι σκέψεις περί μη βίας έχουν διαμορφωθεί από καταπίεση χιλιάδων ετών, η παθητικότητα σε βοηθά απλά να ταχθείς στο πλευρό των καταπιεστών.

Η ίδια η έννοια της ψευδούς ανοχής, και η διάκριση μεταξύ σωστων και λάθος περιορισμών στην ανοχή, μεταξύ της προοδευτικής και της οπισθοδρομικής κατήχησης, επαναστατικής και αντιδραστικής βίας, απαιτεί τη δήλωση των κριτηρίων για την εγκυρότητα της. Αυτά τα μέτρα και σταθμά πρέπει να είναι υπαρκτά πριν από οποιαδήποτε συνταγματικό ή νομικό κριτήριο δημιουργηθεί και εφαρμοστεί σε μια υπαρκτή κοινωνία (όπως «φανερό και υπαρκτό κίνδυνο», και άλλα καθιερωμένους ορισμούς των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών), γιατί αυτά τα ίδια τα κριτήρια προϋποθέτουν τα μέτρα και σταθμά της ελευθερίας και της καταπίεσης ως εφαρμόσιμα ή μη στην αντίστοιχη κοινωνία: είναι οι προδιαγραφές πιο γενικών αντιλήψεων. Από ποιόν, και σύμφωνα με ποια κριτήρια, μπορεί η να γίνει πολιτική διάκριση μεταξύ αληθούς και ψευδούς, προοδευτικές και οπισθοδρομικές (γιατί σε αυτή τη σφαίρα, αυτά τα ζευγάρια είναι παρόμοια) και να αιτιολογηθεί η εγκυρότητα της; Εξ αρχής, λέω πως το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με όρους εναλλακτικών μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας, σύμφωνα με τους οποίους, στη τελευταία, ένα άτομο ή μια ομάδα, δίχως κανένα ουσιαστικό έλεγχο από τα κάτω, παίρνουν για τον εαυτό τους την απόφαση. Ιστορικά, ακόμη και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες, οι ζωτικές και τελικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη κοινωνία συνολικά λαμβάνονται, θεσμικά ή πρακτικά, από μια ή περισσότερες ομάδες δίχως ουσιαστικό έλεγχο από τους ίδιους τους λαούς. Το ειρωνικό ερώτημα: ποιος εκπαιδεύει τους εκπαιδευτές (δηλαδή τους πολιτικούς ηγέτες) ισχύει και στη δημοκρατία. Η μόνη αυθεντική εναλλακτική και ακύρωση της δικτατορίας (όσον αφορά αυτό το ερώτημα) θα ήταν μια κοινωνία στην οποία «ο λαός» έχουν γίνει αυτόνομα άτομα, ελεύθερα από τις καταπιεστικές προϋποθέσεις ενός αγώνα για ύπαρξη προς όφελος της κυριαρχίας, και ως τέτοια τα ανθρώπινα όντα επιλέγουν τη κυβέρνηση τους και καθορίζουν τη ζωή τους. τέτοια κοινωνία δεν υπάρχει ακόμα πουθενά. Στο μεταξύ, το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί in abstracto αφαίρεση, όχι από τις ιστορικές πιθανότητες, αλλά από τις πραγματικότητες των κυρίαρχων κοινωνιών.

Πιστεύω πως η διάκριση μεταξύ πραγματικής και ψεύτικης ανοχής, μεταξύ προόδου και οπισθοδρομικότητας μπορεί να γίνει ορθολογικά σε εμπειρική βάση. οι πραγματικές πιθανότητες της ανθρώπινης ελευθερίας είναι σχετικές με το επίπεδο του πολιτισμού που έχει επιτευχθεί. Βασίζονται στους υλικούς και πνευματικούς πόρους διαθέσιμους στο κάθε επίπεδο, και είναι ποσοτικοποιήσιμοι και υπολογίσιμοι σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, στο επίπεδο της προηγμένης βιομηχανικής κοινωνίας, είναι οι πιο ορθολογικοί τρόποι χρήσης αυτών των πόρων και διανομής του κοινωνικού προϊόντος με προτεραιότητα στην ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών με ελάχιστο κόπου και αδικίας. Με άλλα λόγια, είναι πιθανό να ορίσουμε τη κατεύθυνση στην οποία οι κυρίαρχοι θεσμοί, πολιτικές, και απόψεις πρέπει να αλλάξουν ώστε να βελτιώσουν την ευκαιρία για μια ειρήνη που δεν είναι ταυτόσημη με ένα ψυχρό πόλεμο και λίγο θερμό πόλεμο, και μια ικανοποίηση των αναγκών που δεν βασίζεται πάνω στην ανέχεια, την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Συνεπώς, είναι επίσης δυνατό να αναγνωρίσουμε πολιτικές, γνώμες, κινήματα που προωθούν αυτή την ευκαιρία, και οι οποίοι θα κάναν το αντίθετο. Η καταστολή των οπισθοδρομικών είναι προαπαιτούμενο για την ενίσχυση των προοδευτικών.

Το ερώτημα ποιος είναι ικανός να κάνει όλες αυτές τις διακρίσεις, ορισμούς, ταυτοποιήσεις για τη κοινωνία συνολικά, έχει στο παρόν μια λογική απάντηση, δηλαδή, ο καθένας με «ωριμότητα της λογικής» του ως ανθρώπινο ον, ο καθένας που έχει μάθει να σκέφτεται λογικά και αυτόνομα. Η απάντηση στην εκπαιδευτική δικτατορία του Πλάτωνα είναι η δημοκρατική εκπαιδευτική δικτατορία των ελεύθερων ανθρώπων. Η σύλληψη του John Stuart Mill της res publica δεν είναι το αντίθετο της πρότασης του Πλάτωνα: ο φιλελεύθερος επίσης απαιτεί την αυθεντία του Λόγου, όχι μόνο ως πνευματική αλλά και ως πολιτική εξουσία. Στο Πλάτωνα, η ορθολογικότητα περιορίζεται στο μικρό αριθμό των φιλοσόφων βασιλιάδων, στον Mill, όλοι οι λογικοί άνθρωποι είναι συμμετέχοντες στη συζήτηση και την απόφαση – αλλά μόνο ως λογικό άτομο. Όπου η κοινωνία έχει περάσει στη φάση της απόλυτης διαχείρισης και κατήχησης, αυτός θα ήταν πράγματι ένας μικρός αριθμός, και όχι απαραίτητα αυτός των εκλεγμένων αντιπρόσωπών του λαού. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό μιας εκπαιδευτικής δικτατορίας, αλλά αυτό της ανατροπής της τυραννίας της κοινής γνώμης και των δημιουργών της στη κλειστή κοινωνία.

Ωστόσο, δεδομένου της εμπειρικής ορθολογικότητας της διάκρισης μεταξύ προόδου και οπισθοδρόμησης, και δεδομένου πως μπορεί να είναι εφαρμόσιμη στην ανοχή, και μπορεί να δικαιολογήσει απόλυτα την προκατειλημμένη ανοχή σε πολιτική βάση (την ακύρωση του φιλελεύθερου δόγματος του ελεύθερου και ισότιμου διαλόγου), μια άλλη αδύνατη συνέπεια θα ακολουθούσε. Είπα πως, εξαιτίας της εσωτερικής της λογικής, η απόσυρση της ανοχής από οπισθοδρομικά κινήματα, και μεροληπτική ανοχή υπέρ προοδευτικών τάσεων θα ισοδυναμούσε με την «επίσημη» προώθηση της ανατροπής. Ο ιστορικός λογισμός της προόδου (που πρακτικά είναι ο λογισμός της πιθανής μείωσης της σκληρότητας, της μιζέριας, της καταπίεσης) μοιάζει να περιλαμβάνει την υπολογισμένη επιλογή μεταξύ δυο μορφών πολιτικής βίας: αυτής από πλευράς των νομικά θεσμοθετημένων δυνάμεων (από την νόμιμη δράση τους, ή από τη σιωπηρή συναίνεση τους, ή από την ανικανότητα τους να αποτρέψουν τη βία), και αυτής από πλευράς των πιθανώς ανατρεπτικών κινημάτων. Επιπλέον, όσον αφορά τη τελευταία, μια πολιτική άνισης αντιμετώπισης θα προστάτευε τον ριζοσπαστισμό στα Αριστερά απέναντι στη Δεξιά. Μπορεί ο ιστορικός λογισμός να επεκταθεί λογικά στην δικαιολόγηση της μιας μορφής βίας απέναντι σε άλλη; Ή καλύτερα (αφού η «αιτιολόγηση» φέρει έναν ηθικό συνειρμό), υπάρχει κάποια ένδειξη πως η ουσία της κοινωνικής προέλευσης και ορμής της βίας (μέσα από την κυβερνώμενη ή την κυβερνώσα τάξη, τους έχοντες και τους μη έχοντες, την Αριστερά ή τη Δεξιά) έχει μια ευαπόδεικτη σχέση με τη πρόοδο (όπως ορίστηκε παραπάνω);

Με όλες τις ιδιότητες μιας υπόθεσης βασισμένης σε μια «ανοιχτή» ιστορική καταγραφή, μοιάζει πως η βία που προέρχεται από την επανάσταση των καταπιεσμένων τάξεων έσπασε το ιστορικό συνεχές της αδικίας, της σκληρότητας, και της σιωπής για μια σύντομη στιγμή, σύντομη αλλά αρκετά εκρηκτική ώστε να επιτύχει μια μεγέθυνση στην εμβέλεια της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, και μια καλύτερη και πιο δίκαιη κατανομή της μιζέριας και της καταπίεσης σε ένα νέο κοινωνικό σύστημα – με μια λέξη: πρόοδος στο πολιτισμό. Οι αγγλικοί εμφύλιοι πόλεμοι, η Γαλλική Επανάσταση, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη επανάσταση μπορεί να αποδεικνύουν την υπόθεση. Αντίθετα, η μια ιστορική αλλαγή από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο, σημειώνοντας την έναρξη μιας νέας περιόδου στο πολιτισμό, η οποία δεν έχει ξεκινήσει και προωθηθεί από ένα αποτελεσματικό κίνημα «από τα κάτω», δηλαδή, η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση, έφερε μια μακρά περίοδο οπισθοδρόμησης για πολλούς αιώνες, μέχρι μια νέα, υψηλότερη περίοδος πολιτισμού γεννήθηκε επώδυνα μέσα στη βία των αιρετικών εξεγέρσεων του δέκατου τρίτου αιώνα και στις αγροτικές και εργατικές εξεγέρσεις του δέκατου τέταρτου αιώνα.

Όσον αφορά την ιστορική βία που πηγάζει ανάμεσα από τις κυρίαρχες τάξεις, δεν μοιάζει να μπορεί να δημιουργηθεί μια τέτοια σχέση με τη πρόοδο. Η μακρά σειρά δυναστικών και τους ιμπεριαλιστικούς πόλεμους, η εξολόθρευση των Σπαρτακιστών στη Γερμανία το 1919, ο Φασισμός και ο Ναζισμός δεν κατέστρεψαν αλλά μάλλον ενίσχυσαν και βελτίωσαν τη καταπίεση. Είπα προερχόμενη «ανάμεσα από τις κυρίαρχες τάξεις»: βέβαια, δεν υπάρχει ουσιαστικά καθόλου βία από τα πάνω που να μη κινητοποιεί και να ενεργοποιεί μαζική υποστήριξη από τα κάτω· το ουσιαστικό ερώτημα είναι, εκ μέρους ποιου και προς όφελος ποιων ομάδων και θεσμών εκδηλώνεται τέτοια βία; Και η απάντηση δεν είναι απαραίτητα ex post: στα ιστορικά παραδείγματα που μόλις αναφέρθηκαν, μπορούσε και ήταν αναμενόμενη είτε το κίνημα θα βοηθούσε την ανανέωση της παλιάς τάξης ή την ανάδειξη της νέας.

Η απελευθερωτική ανοχή, τότε, θα σήμαινε μη ανοχή ενάντια σε κινήματα από τη Δεξιά και ανοχή σε κινήματα από την Αριστερά. Ως προς την έκταση αυτής της ανοχής και μη ανοχής: … θα επεκτείνονταν στο στάδιο δράσης όπως επίσης στη συζήτηση και στη προπαγάνδα, τόσο της πράξης όσο και του λόγου. Το παραδοσιακό κριτήριο του εμφανούς και υπαρκτού κινδύνου μοιάζει να μην ισοδυναμεί πια σε μια σκηνή όπου ολόκληρη η κοινωνία είναι στη κατάσταση ενός κοινού θεάτρου όπου κάποιος φωνάζει: «φωτιά». Είναι μια κατάσταση στην οποία η απόλυτη καταστροφή μπορεί να πυροδοτηθεί ανά πάσα στιγμή, όχι μόνο από τεχνικό λάθος, αλλά επίσης από ένα λανθασμένο λογικό υπολογισμό των κινδύνων, ή από ένα βιαστικό λόγο ενός από τους ηγέτες. Στο παρελθόν και σε διαφορετικές συνθήκες, οι λόγοι των φασιστών και ναζιστών ηγετών ήταν ο άμεσος πρόλογος στη σφαγή. Η απόσταση μεταξύ της προπαγάνδας και της δράσης, μεταξύ της οργάνωσης και του ανοίγματός της στο λαό έχει γίνει πολύ μικρή. Η εξάπλωση όμως του το λόγου θα μπορούσε να έχει σταματήσει πριν να είναι αργά: αν η δημοκρατική ανοχή είχε αποσυρθεί όταν οι μελλοντικοί ηγέτες άρχιζαν την εκστρατεία τους, η ανθρωπότητα θα είχε μια ευκαιρία να αποφύγει το Άουσβιτς και ένα Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ολόκληρη η μετα-φασιστική περίοδος είναι μια εμφανούς και υπάρχοντος κινδύνου. Κατά συνέπεια, η πραγματική ειρήνευση απαιτεί την απόσυρση της ανοχής πριν από τη πράξη, στο επίπεδο της επικοινωνίας στο λόγο, στο έντυπο, και στην εικόνα. Τέτοια ακραία αναστολή του δικαιώματος του ελεύθερου λόγου και της ελεύθερης συνάθροισης πράγματι δικαιολογείται μόνο αν ολόκληρη η κοινωνία είναι σε απόλυτο κίνδυνο. Επιμένω πως η κοινωνία μας είναι σε τέτοια κατάσταση ανάγκης, και πως έχει γίνει η τυπική κατάσταση των πράγματών. Διαφορετικές απόψεις και «φιλοσοφίες» δεν μπορούν πια να ανταγωνίζονται ειρηνικά για την πίστη και την πειθώ σε ειρηνικές βάσεις: η «αγορά των ιδεών» οργανώνεται και οριοθετείτε από εκείνους που καθορίζουν το εθνικό και το ατομικό συμφέρον. Σε αυτή τη κοινωνία, για την οποία οι ιδεολόγοι έχουν ανακηρύξει το «τέλος της ιδεολογίας», η πλαστή συνείδηση έχει γίνει η γενική συνείδηση – από την κυβέρνηση ως τους τελευταίους υπηκόους της. οι μικρές και αδύναμες μειονότητες που παλεύουν ενάντια στη πλαστή συνειδητότητα και τους ευνοούμενους της πρέπει να βοηθηθούν: η συνεχιζόμενη ύπαρξη τους είναι περισσότερο σημαντική από τη διατήρηση των καταχρηστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αποδίδουν θεσμικές εξουσίες σε εκείνους που καταπιέζουν αυτές τις μειονότητες. Πρέπει να είναι εμφανές ως τώρα που η εξάσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων από εκείνους που δεν τα διαθέτουν προϋποθέτει την αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων από εκείνους που εμποδίζουν την εξάσκησή τους., και πως η απελευθέρωση των Κολασμένων της Γης προϋποθέτει όχι μόνο τη καταπίεση των παλιών αλλά και των νέων αφεντών τους.

Η απόσυρση της ανοχής από τα οπισθοδρομικά κινήματα πριν μπορέσουν να γίνουν ενεργά· η μη ανοχή ακόμη προς τη σκέψη, τη γνώμη και το λόγο, και τελικά, η μη ανοχή στην αντίθετη άποψη, δηλαδή, προς τους αυτοαποκαλούμενους συντηρητικούς, προς τη πολιτική Δεξιά – αυτές οι αντιδημοκρατικές αντιλήψεις απαντούν στην ουσιαστική εξέλιξη της δημοκρατικής κοινωνίας η οποία κατέστρεψε τη βάσι για καθολική ανοχή. Οι συνθήκες υπό τις οποίες η ανοχή μπορεί να γίνει ξανά μια απελευθερωτική και ανθρωπιστική δύναμη δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη. Όταν η ανοχή εξυπηρετεί κυρίως τη προστασία και την διαιώνιση μιας καταπιεστικής κοινωνίας, όταν εξυπηρετεί να εξουδετερώσει την αντιπολίτευση και να κάνει τους ανθρώπους άνοσους απέναντι σε άλλες και καλύτερες μορφές ζωής, τότε η ανοχή έχει διαστρεβλωθεί. Και όταν αυτή η διαστρέβλωση ξεκινά στο μυαλό στο μυαλό του ατόμου, στη συνείδηση του, στις ανάγκες του, όταν ετερόνομα συμφέροντα τον απασχολούν πριν μπορέσει να αντιληφθεί την δουλεία του, τότε οι προσπάθειες για την αναστροφή του εξανδραποδισμού του πρέπει να αρχίσει στο σημείο εισόδου, εκεί όπου η πλαστή συνειδητότητα παίρνει μορφή (ή μάλλον: μορφοποιείται συστηματικά) – πρέπει να αρχίσει με το σταμάτημα των λέξεων και των εικόνων που θρέφουν αυτή τη συνείδηση. Βέβαια, αυτό είναι λογοκρισία, ακόμη και προληπτική λογοκρισία, αλλά ανοιχτά κατευθυνόμενη εναντίον της περισσότερο ή λιγότερο κρυφής λογοκρισίας που διατρέχει τα ελεύθερα μέσα. Εκεί που η πλαστή συνειδητότητα έχει γίνει πιο συνηθισμένη στην εθνική και λαϊκή συμπεριφορά, μεταμορφώνει άμεσα τον εαυτό της σε πράξη: η ασφαλής απόσταση μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητάς, καταπιεστικής σκέψης και καταπιεστικής πράξης, μεταξύ του λόγου της καταστροφής και της πράξης της καταστροφής μειώνεται επικίνδυνα. Έτσι, η ρήξη της πλαστής συνειδητότητας μπορεί να προσφέρει το Αρχιμήδειο Σημείο για μια ευρύτερη χειραφέτηση – σε ένα απειροελάχιστα μικρό σημείο, φυσικά, αλλά η διεύρυνση τέτοιων μικρών σημείων πάνω στην οποία βασίζεται η δυνατότητα για αλλαγή.

Οι δυνάμεις της χειραφέτησης δεν μπορούν να ταυτιστούν με κάποια κοινωνική τάξη, η οποία, εξαιτίας της υλικής της κατάστασης, είναι απελευθερωμένη από τη πλαστή συνείδηση. Σήμερα, είναι υπερβολικά διασκορπισμένες σε ολόκληρη τη κοινωνία, και οι μαχόμενες μειονότητες και απομονωμένες ομάδες συχνά βρίσκονται απέναντι στην ίδια τους την ηγεσία. Στη κοινωνία γενικά, ο διανοητικός χώρος για άρνηση και στοχασμό, πρέπει πρώτα να ανασυντεθεί. Απωθημένη από την πρακτικότητα της οργανωμένης κοινωνίας, η προσπάθεια για χειραφέτηση γίνεται «αφηρημένη»· περιορίζεται στην διευκόλυνση της αναγνώρισης αυτού που συμβαίνει, στην απελευθέρωση της γλώσσας από τη τυραννία της οργουελλιανής σύνταξης και λογικής, στην ανάπτυξη πλαισίων αντίληψης της πραγματικότητας. Περισσότερο από ποτέ, η πρόταση ισχύει στο ότι η πρόοδος προς την ελευθερία απαιτεί πρόοδο στην συνείδηση της ελευθερίας. Εκεί που το μυαλό έχει γίνει υποκείμενο – αντικείμενο πολιτικής και πολιτικών, η πνευματική αυτονομία, το πεδίο της «καθαρής» σκέψης έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής εκπαίδευσης (ή μάλλον: αντι-εκπαίδευσης).

Αυτό σημαίνει πως προηγούμενες ουδέτερες, ελεύθερες, επίσημες πτυχές της εκπαίδευσης και διδασκαλίας τώρα γίνονται, στην ουσία τους και από μόνες τους, πολιτικές: η μαθαίνοντας να γνωρίζεις τα γεγονότα, όλη την αλήθεια, και να κατανοεί, είναι απόλυτη ριζοσπαστική κριτική, ακαδημαϊκή ανατροπή. Σε ένα κόσμο στον οποίο οι ανθρώπινες νοητικές ικανότητες και οι ανάγκες εμποδίζονται ή εκτρέπονται, η αυτόνομη σκέψη οδηγεί σε ένα «διεστραμμένο κόσμο»: τη ρήξη και αντι-εικόνα του καθιερωμένου κόσμου της καταπίεσης. Και αυτή η ρήξη δεν ορίζεται απλά, δεν είναι απλά το προϊόν της μιας μπερδεμένης σκέψης ή φαντασίας, αλλά είναι η λογική εξέλιξη του δεδομένου, υπαρκτού κόσμου. Στο βαθμό στον οποίο αυτή η εξέλιξη εμποδίζεται στη πράξη από το καθαρό βάρος μιας καταπιεστικής κοινωνίας και την ανάγκη της επιβίωσης μέσα της, η καταπίεση εισβάλει στο ίδιο το ακαδημαϊκό εγχείρημα, ακόμη και πριν από όλους περιορισμούς στην ακαδημαϊκή ελευθερία. η πρόληψη του νου διαστρέφει την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα: εκτός και ο μαθητής μαθαίνει να σκέφτεται στην αντίθετη κατεύθυνση, θα έχει τη τάση να θέτει τα γεγονότα στο κυρίαρχο πλαίσιο αξιών. Η λογιότητα, δηλαδή η απόκτηση και η επικοινωνία της γνώσης, εμποδίζει την απομόνωση και κάθαρση των γεγονότων από το πλαίσιο της της συνολικής αλήθειας. Ένα ουσιαστικό κομμάτι της τελευταίας είναι η αναγνώριση την τρομακτική έκταση στην οποία η ιστορία δημιουργείται και καταγράφεται από τους νικητές, δηλαδή, η έκταση στην οποία η ιστορία ήταν η ανάπτυξη της καταπίεσης. Και αυτή η καταπίεση είναι στα ίδια τα γεγονότα που καθιερώνει· έτσι τα ίδια κουβαλούν μια αρνητική αξία ως κομμάτι και πτυχή της ιστορικότητας τους. το να αντιμετωπίζεις τις μεγάλες σταυροφορίες κατά της ανθρωπότητας (όπως αυτή κατά των Αλβιγηνών) με την ίδια αμεροληψία με τους απεγνωσμένους αγώνες υπέρ της ανθρωπότητας σημαίνει την εξουδετέρωση της αντίθετης ιστορικής τους λειτουργίας, συμφιλιώνοντας τους εκτελεστές με τα θύματα τους, διαστρεβλώνοντας την καταγραφή. Αυτή η κίβδηλη ουδετερότητα εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της αποδοχής της κυριαρχίας των νικητών στη συνείδηση του ανθρώπου. Εδώ, επίσης, στην εκπαίδευση εκείνων που δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί ώριμα, στο μυαλό των νέων, το έδαφος για την απελευθερωτική ανοχή δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί.

Η εκπαίδευση προσφέρει ένα ακόμη παράδειγμα κίβδηλης, αφηρημένης ανοχής με τη μάσκα της πρακτικότητας και της αλήθειας: που η επιτομή του είναι στο πλαίσιο της αυτοπραγμάτωσης. Από την χαλαρότητα προς κάθε ελευθερία προς το παιδί, ως την συνεχή ψυχολογική ανησυχία με τα προσωπικά προβλήματα του μαθητή, ένα μεγάλης κλίμακας κίνημα εξελίσσεται ενάντια στα κακά της καταπίεσης και την ανάγκη του να είσαι ο εαυτός σου. Συνήθως ένα ερώτημα που αγνοείται είναι ως προς τι πρέπει να καταπιεστεί κάποιος πριν μπορέσει να ένας εαυτός, ο εαυτός του. Η ατομική δυνατότητα είναι πρώτα αρνητική, ένα κομμάτι της δυνατότητας της κοινωνίας του: της επιθετικότητας, της αίσθησης ενοχής, της άγνοιας, της περιφρόνησης, της σκληρότητας που διαστρέφουν τα ζωτικά του ένστικτα. Αν η ταυτότητα του εγώ πρόκειται να είναι κάτι περισσότερο από την άμεση πραγμάτωση αυτής της πιθανότητας (μη επιθυμητού για το άτομο ως ανθρώπινο ον), τότε απαιτεί καταπίεση και υποταγή, τη συνειδητή μεταμόρφωση. Αυτή η διεργασία περιλαμβάνει σε κάθε στάδιο (για να χρησιμοποιήσω τους μη έγκυρους όρους που εδώ αποκαλύπτουν την συνοπτική πρακτικότητα τους) την άρνηση της άρνησης, τη διαμεσολάβηση του άμεσου, και τη ταυτότητα δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο από αυτή τη διεργασία. Η «αποξένωση» είναι το συνεχές και ουσιαστικό στοιχείο της ταυτότητας, η αντικειμενική πλευρά του υποκειμένου – και όχι, όπως παρουσιάζεται σήμερα, μια ασθένεια, μια ψυχολογική συνθήκη. Ο Freud γνώριζε καλά τη διαφορά μεταξύ προοδευτικής και οπισθοδρομικής, απελευθερωτικής και καταστροφικής καταστολής. Η δημοσιότητα της αυτοπραγμάτωσης προωθεί την απομάκρυνση της μιας και της άλλης, προωθεί την ύπαρξη σε αυτή την αμεσότητα η οποία, σε μια καταπιεστική κοινωνία, είναι (για να χρησιμοποιήσω ένα άλλο χεγκελιανό όρο) κακή αμεσότητα (schlechte Unmittelbarkeit). Απομονώνει το άτομο από τη μια διάσταση όπου μπορούσε να «βρει τον εαυτό του»: από τη πολιτική του ύπαρξη, η οποία είναι στο πυρήνα ολόκληρης της ύπαρξής του. Αντίθετα, προωθεί το μη κομφορμισμό και την απελευθέρωση με τρόπους που αφήνουν τους πραγματικούς μηχανισμούς καταπίεσης στη κοινωνία εντελώς άθικτες, οι οποίοι ακόμη και ενισχύουν αυτούς τους μηχανισμούς με την αντικατάσταση των ικανοποιήσεων της ιδιωτικής, και προσωπικής επανάστασης με κάτι περισσότερο από ιδιωτικό και προσωπικό, και έτσι πιο αυθεντική, αντίθεση. Η από-μετουσίωση που περιλαμβάνεται σε αυτό το τύπο αυτό-πραγμάτωσης είναι η ίδια καταπιεστική για όσο αποδυναμώνει την αναγκαιότητα και τη δύναμη της διανόησης, τη καταλυτική δύναμη αυτής της δυστυχισμένης συνείδησης που δεν χαίρεται με την αρχετυπική προσωπική απελευθέρωση της αγανάκτησης – απελπισμένη επανεμφάνιση του Εκείνου (Id) που αργά ή γρήγορα θα υποκύψει στην πανταχού παρούσα λογική του οργανωμένου κόσμου – η οποία όμως υποκύπτει στο τρόμο του όλου στην πιο ιδιωτική απογοήτευση και πραγματώνει τον εαυτό της σε αυτή την αναγνώριση.

Προσπάθησα να δείξω πως οι αλλαγές στις προηγμένες δημοκρατικές κοινωνίες, οι οποίες έχουν υποσκάψει τη βάση του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού, έχει επίσης αλλάξει την φιλελεύθερη λειτουργία της ανοχής. Η ανοχή η οποία ήταν το σπουδαίο επίτευγμα της φιλελεύθερης εποχής εκφράζεται ακόμη και (με ισχυρές προϋποθέσεις) και εξασκείται, ενώ οι οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες υποτάσσονται σε μια ευρεία και αποτελεσματική οργάνωση σε συμφωνία με τα κυρίαρχα συμφέροντα. Το αποτέλεσμα είναι μια αντικειμενική αντίφαση μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής δομής από τη μια πλευρά, και η θεωρία και η πρακτική της ανοχής από την άλλη. Η αλλαγμένη κοινωνική δομή τείνει να αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα της ανοχής προς αντιθετικά και αντιφρονούντα κινήματα και να ενισχύει τις συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις. Η ισότητα της ανοχής γίνεται αφηρημένη, κίβδηλη. Με την πρακτική υποβάθμιση των αντίπαλων δυνάμεων στη κοινωνία, η αντιπολίτευση απομονώνονται σε μικρές και συχνά ανταγωνιστικές ομάδες που, ακόμη και όπου είναι ανεκτές μέσα στα στενά όρια που θέτονται από την ιεραρχική δομή της κοινωνίας, είναι αδύναμες καθώς μένουν σε αυτά τα όρια. Η ανοχή που τους προσφέρεται είναι παραπλανητική και προωθεί συντονισμό. Και στα στέρεα θεμέλια μιας συντονισμένης κοινωνίας εντελώς κλειστή απέναντι στην ποιοτική αλλαγή, η ανοχή η ίδια εξυπηρετεί τον περιορισμό αυτής της αλλαγής παρά την προώθηση της.

Αυτές οι ίδιες οι συνθήκες καθιστούν τη κριτική μιας τέτοιας ανοχής αφηρημένη και ακαδημαϊκή, και η πρόταση πως η ισορροπία μεταξύ ανοχής προς τη Δεξιά και προς την Αριστερά θα πρέπει να είναι δραστικά επανορθωμένη ώστε να αποκαταστήσει την απελευθερωτική λειτουργία της ανοχής γίνεται μόνο μια ουτοπική εικασία. Πράγματι, τέτοια επανόρθωση μοιάζει να ισοδυναμεί με την εγκαθίδρυση ενός «δικαιώματος αντίστασης» μέχρι το βαθμό της ανατροπής. Δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο δικαίωμα για οποιαδήποτε ομάδα ή άτομο απέναντι σε μια συνταγματική κυβέρνηση που στηρίζεται από τη πλειοψηφία του πληθυσμού. Πιστεύω όμως πως υπάρχει ένα «φυσικό δικαίωμα» αντίστασης για τους καταπιεσμένους και υποταγμένες μειονότητες να χρησιμοποιήσουν εξωνομικά μέσα αν τα νόμιμα αποδειχτούν ανεπαρκή. Ο νόμος και η τάξη είναι πάντοτε και παντού ο νόμος και η τάξη τα οποία προστατεύουν την καθιερωμένη ιεραρχία· είναι ανόητο να επικαλούμαστε την απόλυτη αυθεντία αυτού του νόμου και αυτής της τάξης ενάντια σε εκείνους που υποφέρουν από αυτά και παλεύουν εναντίον τους – όχι για προσωπικά οφέλη και εκδίκηση, αλλά για το δικό τους μερίδιο στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει άλλος κριτής πάνω τους πέρα από τις θεσμοθετημένες αρχές, την αστυνομία, και την δική τους συνείδηση. Αν χρησιμοποιήσουν βία, δεν ξεκινούν μια νέα αλυσίδα βίας αλλά προσπαθούν να σπάσουν μια ήδη υπάρχουσα. Μιας και θα τιμωρηθούν, γνωρίζουν το κίνδυνο, και όταν είναι αποφασισμένοι να τους δεχτούν, κανένα τρίτο άτομο, και τελευταίος όλων ο εκπαιδευτής και ο διανοούμενος, δεν έχει το δικαίωμα να τους κάνει κήρυγμα για μη συμμετοχή.

Υστερόγραφο 1968

Υπό τις συνθήκες που κυριαρχούν στη χώρα, η ανοχή δεν εκπληρώνει και δεν μπορεί να το κάνει, την πολιτισμένη ιδιότητα που της αποδίδεται από τους φιλελεύθερους πρωταγωνιστές της δημοκρατίας, δηλαδή, η προστασία της διαφωνίας. Η προοδευτική ιστορική δύναμη της ανοχής βρίσκεται στην επέκταση της σε εκείνους τους τρόπους και μορφές διαφωνίας που δεν είναι πιστές στο στάτους κβο της κοινωνίας, και δεν περιορίζονται στα θεσμικά πλαίσια της καθιερωμένης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, η ιδέα της ανοχής συνεπάγεται την ανάγκη, για τις διαφωνούσες ομάδες και άτομα, να βρεθούν εκτός νόμου αν και όταν η καθιερωμένη νομιμότητα αποτρέπει και ακυρώνει την ανάπτυξη της διαφωνίας. Αυτό μπορεί να ισχύει όχι μόνο σε μια απολυταρχική κοινωνία, υπό μια δικτατορία, σε μονοκομματικά κράτη, αλλά επίσης σε μια δημοκρατία (αντιπροσωπευόμενη, κοινοβουλευτική, ή «άμεση») όπου η η πλειοψηφία δεν προέρχεται από την ανάπτυξη της ανεξάρτητης σκέψης και γνώμη αλλά μάλλον από τη μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή οργάνωση της κοινής γνώμης, δίχως τρόμο και (τυπικά) δίχως λογοκρισία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η πλειοψηφία είναι αυτό-διαιωνιζόμενη καθώς διαιωνίζει τα προσωπικά οφέλη τα οποία την έκαναν πλειοψηφία. Στην ίδια της τη δομή αυτή η πλειοψηφία είναι «κλειστή», απολιθωμένη· αποκρούει εκ των προτέρων κάθε αλλαγή εκτός από τις αλλαγές εντός του συστήματος. Αυτό σημαίνει όμως πως η πλειοψηφία δεν δικαιολογείται πια στο να διεκδικεί το δημοκρατικό τίτλο του καλύτερου φύλακα του κοινού συμφέροντος. Και μια τέτοια πλειοψηφία δεν είναι παρά το αντίθετο της «συλλογικής θέλησης» του Rousseau: αποτελείται, όχι από άτομα που, στη πολιτική τους λειτουργία, έχουν κάνει αποτελεσματική «αφαίρεση» από τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, αλλά, το αντίθετο, από άτομα ουσιαστικά ταυτοποιήσει τα ιδιωτικά τους συμφέροντα με την πολιτική τους λειτουργία. Και οι αντιπρόσωποι αυτής της πλειοψηφίας, βεβαιώνοντας και εκπληρώνοντας τη θέληση της, βεβαιώνουν και εκπληρώνουν τη θέληση των προσωπικών συμφερόντων, τα οποία έχουν διαμορφώσει τη πλειοψηφία. Η ιδεολογία της δημοκρατίας κρύβει την απουσία ουσίας της.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η τάση πάει χέρι με χέρι με τη μονοπωλιακή και ολιγοπωλιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου στη μορφοποίηση της κοινής γνώμης, δηλαδή, της πλειοψηφίας. Η ευκαιρία για επηρεασμό, με κάποιο αποτελεσματικό τρόπο, αυτής της πλειοψηφίας έρχεται με ένα τίμημα, σε δολάρια, εντελώς πέρα από τις δυνατότητες της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης. Εδώ επίσης, ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η ανταλλαγή των ιδεών έχουν γίνει μια φάρσα, επειδή μια συνωμοσία την αποκλείει, αλλά επειδή, με το παλιό καλό καπιταλιστικό τρόπο, δεν έχει την απαιτούμενη αγοραστική δύναμη. Και η Αριστερά δεν έχει την αγοραστική δύναμη επειδή είναι η Αριστερά. Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν πάνω στις ριζοσπαστικές μειονότητες μια στρατηγική που στην ουσία είναι μια άρνηση να επιτρέψουν τη συνεχή λειτουργία της δήθεν αμερόληπτης αλλά στη πράξη μεροληπτικής ανοχής, για παράδειγμα, μια στρατηγική διαμαρτυρίας ενάντια στο εναλλασσόμενο ταίριασμα ενός εκπροσώπου της Δεξιάς (ή του Κέντρου) με έναν της Αριστεράς. Όχι «ίση» αλλά περισσότερη αντιπροσώπευση της Αριστεράς θα ήταν η εξίσωση της κυρίαρχης ανισότητας.

Μέσα στο συμπαγές πλαίσιο της προκαθορισμένης ανισότητας και εξουσίας, η ανοχή πράγματι εξασκείται. Ακόμη και εξωφρενικές απόψεις εκφράζονται, εξωφρενικά περιστατικά μεταδίδονται τηλεοπτικά, και οι κριτικοί των καθιερωμένων πολιτικών διακόπτονται από τον ίδιο αριθμό διαφημιστικών όπως και οι συντηρητικοί προπαγανδιστές. Είναι αυτά τα ιντερλούδια που υποτίθεται πως θα αντισταθμίσουν το απόλυτο βάρος, μέγεθος, και συνέχεια του συστήματος-δημοσιότητας, κατήχηση που λειτουργεί παιχνιδιάρικα μέσα από τα αναρίθμητα διαφημιστικά όπως και μέσα από τη ψυχαγωγία;

Με δεδομένη αυτή τη κατάσταση, ανέπτυξα στο «Η Καταπιεστική Ανοχή» την εξάσκηση της μεροληπτικής ανοχής σε μια αντίστροφη διεύθυνση, ως μέσο μετατόπισης της ισορροπίας μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με τον περιορισμό της ελευθερίας της Δεξιάς, εξουδετερώνοντας έτσι την διάχυτη ανισότητα της ελευθερίας (άνισες ευκαιρίες στη πρόσβαση στα μέσα της δημοκρατικής πειθούς) και ενδυνάμωσης των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές. Η ανοχή θα πρέπει να περιορίζεται όσον αφορά κινήματα ενός εμφανούς επιθετικού ή καταστροφικού χαρακτήρα (καταστροφικά για τις προοπτικές για ειρήνη, δικαιοσύνη, και ελευθερία για όλους). Τέτοια διάκριση θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε κινήματα αντίθετα στην επέκταση της κοινωνικής νομοθέτησης στους φτωχούς, τους αδύναμους, τους ανάπηρους. Όπως και απέναντι στις κακοήθεις κατηγορίες πως τέτοια πολιτική θα καταστρέψει την ιερή φιλελεύθερη αρχή της ισότητας για την «άλλη πλευρά». Αναφέρω πως υπάρχουν ζητήματα όπου είτε δεν υπάρχει «άλλη πλευρά» παρά μόνο σε φορμαλιστική έννοια, ή όπου η «άλλη πλευρά» είναι εμφανώς «οπισθοδρομική» και εμποδίζει την πιθανή βελτίωση της ανθρώπινης συνθήκης. Το να υπάρχει ανοχή στη προπαγάνδα υπέρ της απανθρωπιάς διαστρέφει όχι μόνο το φιλελευθερισμό αλλά κάθε προοδευτικής πολιτικής φιλοσοφίας.

Αν η επιλογή ήταν μεταξύ αυθεντικής δημοκρατίας και δικτατορίας, η δημοκρατία θα ήταν σαφώς προτιμότερη. Η δημοκρατία όμως δεν επικρατεί. Οι ριζοσπάστες κριτικοί των υπαρχουσών πολιτικών διεργασιών είναι έτσι αποκηρύσσονται πρόθυμα ως κήρυκες ενός «ελιτισμού», μια δικτατορία των διανοούμενων ως μια εναλλακτική. Αυτό που έχουμε είναι στη πράξη είναι μια κυβέρνηση, κυβέρνηση αντιπροσώπων από μια μη διανοούμενη μειονότητα πολιτικών, στρατηγών, και επιχειρηματιών. Το ιστορικό αυτής της «ελίτ» δεν είναι πολύ υποσχόμενη, και τα πολιτικά προνόμια για την ιντελιγκέντσια δεν είναι απαραίτητα χειρότερα για την κοινωνία συνολικά.

Σε κάθε περίπτωση, ο John Stuart Mill, όχι απαραίτητα εχθρός της φιλελεύθερης και αντιπροσωπευόμενης κυβέρνησης, δεν ήταν αλλεργικός στην πολιτική ηγεσία της ιντελιγκέντσιας ως των σύγχρονων φυλάκων της ημι-δημοκρατίας. Ο Mill πίστευε πως η «ατομική πνευματική ανωτερότητα» δικαιολογεί «τον υπολογισμό της γνώμης ενός ατόμου ως ισοδύναμη με περισσότερες από μια»:

«Μέχρι να δημιουργηθεί, και η κοινή γνώμη είναι πρόθυμη να δεχτεί, κάποιο τύπο πολλαπλής ψήφου που μπορεί να αποδώσει στην εκπαίδευση ως τέτοια το βαθμό της ανώτερης επιρροής που της αρμόζει, και αντιστάθμισμα του αριθμητικού βάρους της λιγότερο μορφωμένης τάξης, για όσο τα οφέλη της απόλυτα καθολικής ψηφοφορίας δεν μπορούν να επιτευχθούν να φέρουν μαζί τους, όπως μου φαίνεται εμένα, κάτι παραπάνω από αντίστοιχα κακά.

Η διάκριση υπέρ της εκπαίδευσης, δίκαιη από μόνη της, επίσης υποτίθεται πως διαφυλάσσει ‘τους μορφωμένους από τη ταξική νομοθεσία των αμόρφωτων’, δίχως να τους επιτρέπει να εξασκούν μια δική τους ταξική νομοθεσία».

Σήμερα, είναι κατανοητό πως αυτές οι λέξεις έχουν μια αντιδημοκρατική, «ελιτιστική» χροιά – κατανοητό εξαιτίας των επικίνδυνα ριζοσπαστικών συνεπειών τους. γιατί αν η «εκπαίδευση» είναι περισσότερο από απλή εκμάθηση, απόκτηση γνώσεων, προετοιμασία για την υπάρχουσα κοινωνία, σημαίνει όχι μόνο να τους επιτρέπει να γνωρίζουν και να κατανοούν τα γεγονότα έτσι ώστε να μπορούν να αλλάξουν την απάνθρωπη πραγματικότητα τους. Μια τέτοια ανθρωπιστική εκπαίδευση που θα περιλάμβανει τις «εφαρμοσμένες» επιστήμες («εφαρμοσμένες» όπως στις «εφαρμογές» που αγοράζει το Πεντάγωνο;) θα τις απελευθέρωνε από την καταστροφική τους κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, τέτοια εκπαίδευση δεν θα χρησίμευε στο Κατεστημένο, και το να δώσει πολιτικά δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες που έχουν εκπαιδευτεί έτσι θα ήταν πράγματι αντιδημοκρατικό με τους όρους του Κατεστημένου. Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι όροι.

Ωστόσο, η εναλλακτική στην καθιερωμένη ημι-δημοκρατική διαδικασία δεν είναι μια δικτατορία ή η ελίτ, ανεξαρτήτως πόσο διανοούμενη και ευφυής είναι, αλλά ο αγώνας για πραγματική δημοκρατία. Κομμάτι αυτής της πάλης είναι ο αγώνας ενάντια σε μια ιδεολογία ανοχής η οποία, στη πραγματικότητα, ευνοεί και ενισχύει τη διατήρηση του στάτους κβο της ανισότητας και των διακρίσεων. Για αυτή τη πάλη, πρότεινα τη πρακτική της μεροληπτικής ανοχής. Βέβαια, αυτή η πρακτική προϋποθέτει ήδη το ριζοσπαστικό σκοπό που επιδιώκει να πετύχει. Δημιούργησα αυτή τη λογική πλάνη ώστε να καταρρίψω την επιζήμια ιδεολογία πως η ανοχή είναι ήδη θεσμοθετημένη σε αυτή τη κοινωνία. Η ανοχή η οποία είναι το ζωτικό στοιχείο, το σύμβολο μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεν θα είναι ποτέ το δώρο των εξουσιών που υπάρχουν· μπορεί, υπό τις κυρίαρχες συνθήκες τυραννίας της πλειοψηφίας, μπορεί να κερδηθεί μόνο με τη διαρκή προσπάθεια των ριζοσπαστικών μειονοτήτων, πρόθυμες να ανατρέψουν αυτή τη τυραννία και να εργαστούν για την εμφάνιση μιας ελεύθερης και αυτεξούσιας πλειοψηφίας – μειονότητες που δεν δείχνει ανοχή, ακτιβισμός που δε δείχνει ανοχή και υπακοή στους κανόνες συμπεριφοράς που ανέχονται τη καταστροφή και την υποταγή.

3 σκέψεις σχετικά με το “Herbert Marcuse: Η Καταπιεστική Ανοχή

Σχολιάστε