Απόσπασμα από το βιβλίο The Agony of Greek Jews 1920-1945 (Stanford University Press, 2009). Ο Steven B. Bowman είναι καθηγητής Εβραϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σινσιννάτι. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας. 

 

Το βαλκανικό παιχνίδι που έπαιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια της τελευταίας περιόδου του 19ου αιώνα συνέβαλλε στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, που ακολουθήθηκαν αμέσως από τη καταστροφή του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Προς ατυχία των Εβραίων, μαζί με την Ελλάδα γενικότερα, δεν ήταν σε θέση να απορροφήσουν τις συνέπειες της οικονομικής και ιμπεριαλιστικής επέκτασης της Κεντρικής Ευρώπης. Τελικά και οι Εβραίοι και το ελληνικό κράτος απέτυχαν όταν ήρθε η στιγμή της αντιπαράθεσης. Η Αυστρο-Ουγγαρία κυνήγησαν την εβραϊκή επιλογή με όρους οικονομικής επιρροής, και αργότερα η Γερμανία μπήκε στο διαγωνισμό κέρδους, αν και οι γερμανικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονταν από λεηλασία και σφαγή. Η Θεσσαλονίκη ήταν το μεγαλύτερο βραβείο· όπως η Πηνελόπη στην Ιθάκη, είχε πολλούς άπληστους μνηστήρες. Τόσο πριν όσο και στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου η Αυτοκρατορία των Αψβούργων ανησυχούσε μήπως η Θεσσαλονίκη μετατραπεί σε αποκλειστική μεσογειακή πύλη κάποιας ανταγωνιστικής εθνικιστικής ομάδας στα Βαλκάνια. Αρχικά ιδρυμένη από τον κουνιάδο του Αλέξανδρου Γ΄ για να είναι το λιμάνι για τη Μακεδονία και την ενδοχώρα της, την πόλη εποφθαλμιούσαν η Σερβία και η Βουλγαρία ως η φυσική και ιστορική (αναφερόμενοι στη μεσαιωνική τους κτήση της πόλης) επέκταση των επεκτεινόμενων βασιλείων τους. Η προοπτική ενός ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, φυσικά, δεν ήταν βιώσιμη δίχως μια τέτοια διέξοδο που θα του πρόσφερε οικονομική βιωσιμότητα. Η Ελλάδα, από την άλλη, θεωρούσε τη Θεσσαλονίκη ουσιαστικό κομμάτι για τον πανελληνικό όνειρό της (ή Μεγάλη Ιδέα) επανένωσης του ελληνόφωνου Αιγαίου. Οι Αυστριακοί, που θεωρούσαν τα Βαλκάνια την φυσική τους επαρχία, ήθελαν να ιδρύσουν ένα ελεύθερο λιμάνι γύρω από μια αυτόνομη Θεσσαλονίκη. Οι Γάλλοι είχαν αναπτύξει και οι ίδιοι ένα παρόμοιο σχέδιο.

Και οι Αυστριακοί και οι Γάλλοι έλπιζαν στην υποστήριξη της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Σε μια πόλη με περίπου 120000 κατοίκων, οι 80000 περίπου ήταν Εβραίοι. Και οι δυο κυβερνήσεις αύξησαν τις πολιτικές και πολιτιστικές αποστολές για να πείσει τους ισπανόφωνους Εβραίους να στηρίξουν τα σχέδια τους για τη πόλη. Οι Γάλλοι ιδιαίτερα ενθάρρυναν ιδιαίτερα τις προσπάθειες της Γαλλοεβραϊκής οργάνωσης βοήθειας που ιδρύθηκε το 1860, την Alliance Israélite Universelle (AIU), για να διαδώσουν τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα μεταξύ του εβραϊκού πληθυσμού· οι Γάλλοι επίσης ίδρυσαν, όπως και οι Αυστριακοί, σχολεία και θρησκευτικοπολιτισμικά ιδρύματα που διοικούνταν από τους αντίστοιχους εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστρία και η Πορτογαλία πρόσφεραν υπηκοότητα στους Εβραίους κατοίκους της πόλης, μια περιφερειακή πρακτική που ήταν ήδη καλά θεμελιωμένη από την ύστερη Βυζαντινή περίοδο, και ένας μικρός αριθμός απέκτησε γαλλική υπηκοότητα. Η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες επίσης πρόσφεραν υπηκοότητα αλλά δεν κυνήγησαν αυτή την επιλογή με δεδομένο πως τα συμφέροντά τους ήταν είτε στην Αθήνα (το κέντρο της βρετανικής ίντριγκας) ή φιλανθρωπικό (που χαρακτήριζε τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο).

Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη αντέδρασαν θετικά στις πρωτοβουλίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Έχοντας απολαύσει μια κατάσταση σχεδόν αυτονομίας, με όλα της τα προνόμια, στη διάρκεια σχεδόν πέντε αιώνων Οθωμανικής κυριαρχίας στη πόλη, είχαν ευνόητες ανησυχίες  για τα διάφορα εθνικιστικά σχέδια. Ανεξάρτητα ποιο πιθανό κράτος θα κατείχε τη Θεσσαλονίκη – Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία ή Μακεδονία – υπήρχε ο φόβος της απώλειας της μοναδικής Ιουδαιϊσπανικής κουλτούρας που άνθισε εκεί. Η Θεσσαλονίκη ήταν ονομαστή ως η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», μια εβραϊκή μητρόπολη (ir vaem beyisrael), και αποτελούσε το πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο του Βαλκανικού Εβραϊσμού. Η σημαντική της ιστορία έχει καταγραφεί πολύ καλά από τον Jiseph Neham στο πολύτομο Jewish Salonika. Αυτό που δεν είναι πλήρως κατανοητό είναι η πολύπλοκη εσωτερική ένταση μέσα στην εβραϊκή κοινότητα αναφορικά με το μέλλον της στη μετα Οθωμανική εποχή. Η πιο επιθυμητή επιλογή ήταν η διατήρηση της αυτονομίας της. με αυτή την ελπίδα ήταν θετική στη στήριξη δυο Μεγάλων Δυνάμεων, που εκμεταλλεύτηκαν τους εβραϊκούς φόβους για τα δικά τους πολιτιστικά, πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα. Τα χρόνια που προηγήθηκαν του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, και μέσα από την άμεση μεταπολεμική κατοχή της πόλης από τους Έλληνες, η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας επεδίωξε την προοπτική της αυτονομίας μέσα από διεθνείς διπλωματικούς κύκλους.

Η Ελλάδα βγήκε από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη φυσική κατοχή της Θεσσαλονίκης. Οι Έλληνες επέκτειναν τον έλεγχο τους κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μέσω στρατιωτικής κατοχής και μεταφοράς πληθυσμού. Η Θεσσαλονίκη θα γίνονταν η βάση των βενιζελικών (και παραδοσιακών ελληνικών) πολιτικών για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θράκης στο πλέγμα του Ελληνισμού και το επεκτεινόμενο ελληνικό κράτος. […]

Το πανελληνικό όραμα των Αθηνών, τσακίστηκε απότομα με την αποτυχία της εκστρατείας στην Ανατολία το 1922. Η Μεγάλη Ιδέα θρυμματίστηκε από την μεγάλη ήττα που πέτυχαν ο Kemal Ataturk και ο Ismet Inönü απέναντι στον ελληνικό στρατό, που οδήγησε στην αποχώρηση από την Ασία του από παλιά εγκατεστημένου ελληνορθόδοξου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου ενός σημαντικού αριθμού ορθόδοξων τουρκόφωνων. Το 1923 η Συνθήκη της Λοζάνης επικύρωσε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που έφερε εκατομμύρια ελληνό- και τουρκόφωνους ορθόδοξους πρόσφυγες για να δημιουργήσουν τις βρώμικες παραγκουπόλεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα αστικά φυτώρια της ελληνικής πολιτικής του μεσοπολέμου. Ο Βενιζέλος, που είχε υποσχεθεί να προστατεύσει τα δικαιώματα της Εβραϊκής μειονότητας το 1913, ουσιαστικά χρησιμοποίησε αυτούς του πληθυσμούς για να μεταμορφώσει τη δημογραφική φύση της Θεσσαλονίκης από μια ισπανόφωνη εβραϊκή πλειοψηφία σε ρεπουμπλικανικό ορθόδοξο θύλακα, πιστό στις φιλοδοξίες του. Προς επακόλουθη απογοήτευση του δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις δυνάμεις που απελευθέρωσε στη πόλη στη διάρκεια των πολιτικών αναταραχών κατά τη δεκαετία του 1930.

Έγιναν προσπάθειες να ενσωματωθούν οι πρόσφυγες από την Ανατολία στην οικονομία της Θεσσαλονίκης και για να αποκτήσουν μεγαλύτερη πολιτική δύναμη οι Βενιζελικοί. Για παράδειγμα, τους δόθηκε άδεια να πουλάνε πράγματα στους δρόμους, μπροστά από εβραϊκά μαγαζιά. Επίσης απαλλάχθηκαν από δημοτικούς φόρους και τους δόθηκαν και άλλα οικονομικά προνόμια. Αντίθετα, οι Εβραίοι απαγορεύονταν να χρησιμοποιούν εβραϊκούς χαρακτήρες (με τους οποίους γράφονταν η ισπανοεβραϊκή τους διάλεκτος) στις εμπορικές πινακίδες. Έπειτα το 1922 η πόλη έβγαλε στη σύνταξη (με την αντίστοιχη σύνταξη) Εβραίους λιμενεργάτες που έλεγχαν το λιμάνι και τους αντικατέστησαν με μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι Εβραίοι που κυριαρχούσαν στο τομέα της μεταφοράς υλικών από τις αποβάθρες (χρησιμοποιώντας κυρίως κάρα και αυτοκίνητα) επίσης διώχτηκαν. Οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες σταδιακά αντικατέστησαν τους Εβραίους ψαράδες. Λίγο αργότερα, ο στρατηγός Πάγκαλος, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, κατηγόρησε δυο Εβραίους παλιατζήδες (τον Ιακώβ Τιάνο και τον δεκαοχτάχρονο συνεταίρο του Ιακώβ Αμίρ) πως έκλεβαν τηλεφωνικά καλώδια. Παρά την παρέμβαση της κοινότητας, στη συνέχεια εκτελέστηκαν.

Επιπλέον δυσκολίες για το εβραϊκό εμπόριο εμφανίστηκαν στον απόηχο της απόφασης της κυβέρνησης να αλλάξει την ημέρα αργίας από το Σάββατο σε Κυριακή. Το Σάββατο ήταν το Εβραϊκό Σάμπαθ κατά το οποίο δεν γίνονταν καμιά εργασία, και η ιουδαϊκή κοινότητα κατανόησε καλά τις κακόβουλες οικονομικές συνέπειες του νόμου. Η κυβέρνηση προσπάθησε αυτή την αλλαγή το 1919 αλλά υποχώρησε απέναντι στην εβραϊκή αντίδραση. Πράγματι, οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα τους επιτρέπονταν κατ’ εξαίρεση να παραμένουν ανοιχτά τις Κυριακές, και το Σάμπαθ αναγνωρίζονταν με βασιλικό διάταγμα ως η ημέρα αργίας των Εβραίων. Με την ίδρυση της Δημοκρατίας το Μάιο του 1934, οι Εβραίοι, που στήριζαν τη μοναρχία, έχασαν τον βασιλικό προστάτη τους. μια γενικευμένη μετανάστευση επιχειρηματιών ακολούθησε· οι εύποροι επιχειρηματίες πήγαν στη Γαλλία και οι μικρομαγαζάτορες πήγαν στη Παλαιστίνη. Η πλειοψηφία, ωστόσο, προσπάθησε να κλείσει τα μαγαζιά της για δυο μέρες κάθε εβδομάδα. Το πρόβλημα που προέκυψε ανάγκασε τα εβραϊκά μαγαζιά να είναι κλειστά για περισσότερο από 115 μέρες (υπολογίζοντας σαββατοκύριακα και άλλες αργίες) στην διάρκεια του έτους. Μια προσαρμογή στη νέα κατάσταση ήταν αναγκαία, και τα εβραϊκά καταστήματα τελικά άνοιγαν για μισή μέρα κατά το Σάμπαθ.

Ο Βενιζέλος επίσης χτύπησε και την πιθανή ισχύ της εβραϊκής ψήφου. Για τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923, περιόρισε τόσο τους Εβραίους όσο και τους Μουσουλμάνους σε δύο μόνο εκπροσώπους από κάθε κοινότητα στο εθνικό κοινοβούλιο. Ο περιορισμός στους Εβραίους παρέμεινε ως την δικτατορία του Μεταξά το 1936. Ο Βενιζέλος, με το τρόπο αυτό, ουσιαστικά απέκλεισε την εβραϊκή ψήφο, οδηγώντας πολλούς Εβραίους στο μποϋκοτάζ των εκλογών και τη διαμαρτυρία  σε διεθνείς οργανισμούς για το περιορισμό αυτό των δικαιωμάτων τους ως Ελλήνων πολιτών.

Από πλευράς τους οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν σε δημογραφική κάμψη, το αντίθετο από τον αυξανόμενο χριστιανικό Ελληνικό πληθυσμό. Το οικονομικό χάος που χαρακτήριζε τα Βαλκάνια στη διάρκεια της δεκαετίας 1912-22 έδωσε ώθηση στη τάση για μετανάστευση που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Πράγματι, η Θεσσαλονίκη έχασε τα σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Ήταν κυρίως οι πλούσιοι που έφυγαν, αντίθετα με την έξοδο των φτωχών Ελλήνων από την Μακεδονία και την Ήπειρο, που αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι των Ελλήνων μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτοί οι πλούσιοι Εβραίοι μετέφεραν τη περιουσία και τις οικογένειες τους σε περιοχές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της μητροπολιτικής Γαλλίας, την Νότια Αφρική, και σε μικρότερο βαθμό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον σε αυτή την απώλεια ηγεσίας προστίθεται η φωτιά του 1917 που κατέστρεψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης, που ήταν συγκεντρωμένος ο πυρήνας της εβραϊκής κοινότητας. Η εβραϊκή κοινότητα δεν συνήρθε ποτέ από τη καταστροφή, και μέχρι τις εκτοπίσεις του 1943 το βάρος της μέριμνας των αστέγων και των ανέργων – και η αποτροπή άπληστων τοπικών αξιωματούχων και ο ανταγωνισμός με τους μικρασιάτες πρόσφυγες – απορροφούσε μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της κοινότητας, εμποδίζοντάς την από το να επιδιώξει για περισσότερο εποικοδομητικές πράξεις για να ελαφρύνει τις όλο και χειρότερες συνθήκες. Ο νόμος για το κλείσιμο τις Κυριακές απλά μεγέθυνε μια καταστροφική οικονομική κατάσταση.

Επιπλέον σε αυτή την όλο και αυξανόμενη ένταση που προέρχονταν από την ελληνορθόδοξη μετανάστευση στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την εβραϊκή μετανάστευση από τη πόλη, μια νέα εσωτερική σύγκρουση εμφανίστηκε μέσα στη κοινότητα. Στον απόηχο του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου και την ίδρυση της Παλαιστίνης υπό Βρετανική Εντολή, το Σιωνιστικό κίνημα άρχισε να γοητεύει όλο και περισσότερους από την εβραϊκή μάζα. Η ηγεσία του ελληνικού εβραϊσμού ήταν όλο και πιο βαθιά διαιρεμένη πάνω στο ερώτημα του Σιωνισμού, με σημαντικό κομμάτι να στηρίζει τον Theodor Herzl και τον Chaim Weitzmann μέσα από το κόμμα Μιζράχι.

Τελικά οι Σιωνιστές της Θεσσαλονίκης ήρθαν σε συμφωνία με την παραδοσιακή εβραϊκή ηγεσία της πόλης, που αντιμετώπιζε δυο σημαντικά προβλήματα. Από τη μια, πιέζονταν να βρει τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους για τις κοινωνικές υποχρεώσεις, και από την άλλη, χρειάζονταν πολιτική στήριξη ενάντια στις πιέσεις των τοπικών Ελλήνων αξιωματούχων. Η τοπική κυβέρνηση ήθελε να ενσωματώσει τους πρόσφυγες από την Ανατολία σε μια όλο και περισσότερο ελληνική Θεσσαλονίκη , ώστε να ενδυναμώσει τις Βενιζελικές πολιτικές. Παραδόξως, οι Βενιζελικοί υποστήριζαν τα εβραϊκά δικαιώματα και συμφέροντα στην Αθήνα και την Παλιά Ελλάδα, που αποτελούσαν το πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ελληνικό νότιο βασίλειο.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι πιο ριζοσπάστες Αναθεωρητές Σιωνιστές του Ze’ev Jabotinsky προώθησαν την άνοδο μιας πιο επιθετικής νεότερης ηγεσίας, που σύντομα έσπρωξε τη μετανάστευση των χαμηλότερης τάξης Εβραίων προς τη Παλαιστίνη· ενώ οι πλουσιότεροι είχαν ήδη μεταναστεύσει προς το Παρίσι, οι εργάτες τώρα μετανάστευαν προς τη Παλαιστίνη. Ο συρρικνωμένος πληθυσμός που παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη υπέφερε ακόμη περισσότερο από την απώλεια τόσο της ηγεσίας όσο και της δημογραφικής., η οποία τελικά έκανε τη κοινότητα της πόλης ανίκανη να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τον πιο επιθετικό εξελληνισμό της πόλης.

Η κυβερνητική βοήθεια στους μικρασιάτες πρόσφυγες, μαζί με τους οικονομικούς και πολιτικούς περιορισμούς που τέθηκαν στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ήταν ουσιαστικοί για την ευρύτερη διεργασία ελληνοποίησης που κρύβονταν κάτω από τις πολιτικές του Βενιζέλου προς την υπό ελληνικό έλεγχο Μακεδονία. Αυτή η πολιτική εκδηλώνονταν στις συνεχείς απαιτήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για αύξηση του ελληνόγλωσσου κομματιού στα εβραϊκά σχολεία. Ενδιαφέρον είναι πως οι εκπρόσωποι της AIU στην Ελλάδα (ιδιαίτερα στα Ιωάννινα και τη Θεσσαλονίκη) παραπονιόντουσαν στις αναφορές τους προς το Παρίσι για το χρόνο που χάθηκε από τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας. Η αλλαγή από τα εβραιοϊσπανικά στα ελληνικά  ως βασική γλώσσα έκφρασης μεταξύ των νεαρών Εβραίων των πρώην οθωμανικών επαρχιών, ωστόσο δεν τους ένοιαζε. Στο μεταξύ, η επέκταση της στρατολόγησης στις πρόσφατα ενσωματωμένες εβραϊκές κοινότητες βοήθησε στην ανάπτυξη  ελληνικού εθνικισμού μεταξύ των Εβραίων. Η πολιτική της ελληνοποίησης είχε δυο ακούσιες συνέπειες που βοήθησαν στην επιβίωση πολλών Ελλήνων Εβραίων στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Η πρώτη ήταν η έξοδος των Ελλήνων Εβραίων στη Παλαιστίνη στη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1930· η δεύτερη βοήθησε στην ανάπτυξη των γλωσσικών και πνευματικών εργαλείων που βοήθησαν νέους Εβραίους να επιβιώσουν ως «κανονικοί» Έλληνες ή συμμετέχοντας στην Αντίσταση ή κρυμμένοι.

Η Φασιστική Ιταλία μπήκε στη δίνη της πολιτικής της Ελλάδας του μεσοπολέμου στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ακολουθούμενοι από τις ιδεολογικές και οικονομικές επιρροές των Ναζί τη δεκαετία του 1930. Και οι δύο βρήκαν οπαδούς μεταξύ των νέων μεταναστών στη Θεσσαλονίκη, αν και οι Ιταλοί προσέλκυσαν λίγους Εβραίους στήριξη που βασίζονταν στο ιταλόφιλο συναίσθημα της προφασιστικής περιόδου. Το τοπικά αναπτυγμένο σοσιαλιστικό κίνημα υπό την ηγεσία του Αβραάμ Μπεναρόγια αντιστεκόταν στη φασιστική γοητεία της δύναμης και της βίας. Γύρω από αυτό, και με τη στήριξη τμημάτων του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης, αναπτύχθηκε η πιο ριζοσπαστική επιλογή του κομμουνισμού. Ο τελευταίος προσέλκυσε επίσης τμήματα των προσφύγων από την Ανατολία και τη Μαύρη Θάλασσα. Η μαζική ανάπτυξη του εβραϊκού σοσιαλισμού μεταξύ των λιμενεργατών της Θεσσαλονίκης  και των καπνεργατών της Καβάλας , και η πολύ πιο ριζοσπαστική ιδεολογία του σοβιετικού κομμουνισμού, βοηθούν στη κατανόηση της θετικής στάσης, αργότερα, προς τους Έλληνες Εβραίους από την μαζική αντιστασιακή οργάνωση στη περίοδο του πολέμου (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ).

Μοιάζει πως επιδιώκοντας τη πολιτική ελληνοποίησης, ο Βενιζέλος δεν είχε αντιληφθεί τις δυνάμεις που απελευθέρωσε στη Θεσσαλονίκη. Η εφημερίδα του κόμματός του, η Μακεδονία (με αρχισυντάκτη ένα ιερέα), έγινε η φωνή των αντισημιτών της πόλης, και εξέδωσε ακόμη και τα Πρωτόκολλα Των Σοφών της Σιών στα ελληνικά. Η εφημερίδα κατηγορούσε συνεχώς τους Εβραίους ως προδότες απέναντι στην Ελλάδα, για στήριξη των βουλγάρικων αξιώσεων στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, ότι μισούσαν τους Έλληνες, και για το φόνο του Χριστού. Στις 23 Ιουνίου 1931, η εφημερίδα ανοιχτά κάλεσε σε δράσεις για την πρόκληση εβραϊκής εξόδου από την Ελλάδα και την ανάκτηση της οικονομίας της πόλης για τους χριστιανούς. Το αντισημιτικό κίνημα γνωστό ως τρία έψιλον – Ελληνική Ένωση Ελλάς (ΕΕΕ) – υποστήριξε το κάλεσμα, και την ακόλουθη ημέρα το φοιτητικό της παράρτημα (Εθνική Παμφοιτητική Ένωση, ΕΠΕ) συμμετείχε στην εκστρατεία. Οπλισμένοι με τσεκούρια, τα μέλη της ΕΕΕ επιτέθηκε στα γραφεία της σιωνιστικής ομάδας Μακάμπι και μετά επιτέθηκε στην εβραϊκή συνοικία γνωστή ως «151». Παρά την καταδίκη από πλευράς Βενιζέλου αυτών των περιστατικών, οι επιθέσεις συνεχίστηκαν με μια επιδρομή στη συνοικία «6». Αυτή τη φορά, πενήντα πανεπιστημιακοί καθηγητές και δυο εφημερίδες αποκήρυξαν τις πράξεις, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Σχέδια για επίθεση στη συνοικία του Κάμπελ, όπου ζούσαν διακόσιες εβραϊκές οικογένειες, διέρρευσαν στην εβραϊκή κοινότητα. Αν και η Αθήνα ήταν ξανά πληροφορημένη, καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε. Σύμφωνα με τις αναφορές, μικρασιάτες πρόσφυγες με την συμμετοχή ενός οπλισμένου αποσπάσματος Ελλήνων αεροπόρων κατέστρεψαν τη συναγωγή, πέταξαν χειροβομβίδες, και έκαψαν είκοσι εννιά σπίτια την επόμενη μέρα. Ένας Έλληνας σκοτώθηκε, και ένας Εβραίος που υπερασπίζονταν τη γειτονιά και πληγώθηκε, πέθανε επίσης. Ο Βενιζέλος αποκήρυξε τους λιβέλους της Μακεδονίας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά καμιά δράση δεν λήφθηκε σε εθνικό επίπεδο. Στη τοπική δίκη της ΕΕΕ, που άρχισε στις 3 Απριλίου 1932, στη Βέροια – δυσοίωνα ισχυρό οχυρό της ΕΕΕ – το δικαστήριο θεώρησε τις συκοφαντίες στην εφημερίδα της ΕΕΕ, Μακεδονία, λίβελο, αλλά δικαιολογημένο με βάση τον έντονο εθνικισμό των κομμάτων που εμπλέκονταν. Η δίκη ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας ανοιχτός διαγωνισμός για όλους, και οι Εβραίοι έπρεπε ακόμη και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στη κατηγορία της σταύρωσης του Ιησού. Όλοι οι κατηγορούμενοι στη συνέχεια απαλλάχτηκαν.  Περισσότερες επιθέσεις και φόνοι ακολούθησαν, με τις τοπικές αρχές να συμμετέχουν στη παρενόχληση· οι Εβραίοι που ήθελαν να λάβουν εκπαίδευση ως αξιωματικοί δεν γίνονταν δεκτοί στα μητρώα, και η πόλη μείωσε την ανθρωπιστική βοήθεια προς την κοινότητα από 1,25 εκατομμύρια δραχμές σε 350000. Αξιοσημείωτο είναι πως αυτό έγινε σε μια περίοδο που η εβραϊκή κοινότητα διαπραγματεύονταν την πώληση της συνοικίας Κάμπελ στη πόλη για 3,3 εκατομμύρια δραχμές. […]

 

 

Περισσότερες πληροφορίες για την φασιστική οργάνωση ΕΕΕ εδώ

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Steven B. Bowman: Εξελληνισμός της Θεσσαλονίκης, ο θεσμικός αντισημιτισμός του μεσοπολέμου

Σχολιάστε