Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Witches, WitchHunting, and Women (PM Press, 2018) που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα In These Times. Η Silvia Federici είναι ακτιβίστρια του ριζοσπαστικού φεμινισμού, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.

 

Η αναζήτηση της ιστορίας των λέξεων που χρησιμοποιούνται συχνά για να ορίσουν και να υποβιβάσουν τις γυναίκες είναι ένα αναγκαίο βήμα αν θέλουμε να κατανοήσουμε πως λειτουργεί και αυτό-αναπαράγεται η έμφυλη καταπίεση. Η ιστορία του «κουτσομπολιού» στο πλαίσιο αυτό είναι εμβληματική. Μέσα από αυτή μπορούμε να παρακολουθήσουμε δυο αιώνες επιθέσεων στις γυναίκες στην αυγή της σύγχρονης Αγγλίας, όταν ένας όρος που τυπικά σήμαινε μια στενή γυναικεία φιλία μετατράπηκε σε κάτι που σήμαινε ανούσιες, κακόβουλες συζητήσεις, δηλαδή συζητήσεις που πιθανώς σπέρνει τη διχόνοια, το αντίθετο της αλληλεγγύης που η γυναικεία φιλία συνεπάγεται και παράγει. Αποδίδοντας ένα δυσφημιστικό νόημα στον όρο που υποδεικνύει φιλία μεταξύ των γυναικών, εξυπηρέτησε τη καταστροφή της γυναικείας κοινωνικοποίησης που είχε κυριαρχήσει κατά το Μεσαίωνα, όταν οι περισσότερες δραστηριότητες πραγματοποιούνταν από τις γυναίκες ήταν συλλογικής φύσης και, στις κατώτερες τάξεις τουλάχιστον, οι γυναίκες σχημάτιζαν μια πολύ δεμένη κοινότητα, που ήταν η πηγή μιας δύναμης δίχως αντίστοιχο στη σύγχρονη εποχή.

Τα ίχνη της χρήσης της λέξης είναι συχνά στη λογοτεχνία της περιόδου. Προερχόμενη από τους όρους των Παλιών Αγγλικών, God και sibb (συγγενικός), η λέξη (gossip) σήμαινε αρχικά «ανάδοχος», κάποιος που βρίσκεται σε πνευματική σχέση με το παιδί που θα βαπτιστεί. Με το καιρό, ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιήθηκε με ευρύτερη έννοια. Στα πρώιμα σύγχρονα Αγγλικά η λέξη αναφέρονταν στις συνοδούς κατά το τοκετό χωρίς να αφορά αποκλειστικά την μαμή. Επίσης έγινε ένας όρος για τις γυναίκες φίλες, χωρίς αναγκαστικά να έχει μειωτικές προεκτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, είχε έντονη συναισθηματική σημασία. Το αντιλαμβανόμαστε όταν βλέπουμε τη γλώσσα σε δράση, υποδηλώνοντας τους δεσμούς που συνδέουν τις γυναίκες στη προσύγχρονη αγγλική κοινωνία.

Βρίσκουμε ένα ιδιαίτερο παράδειγμα αυτής της σημασίας σε ένα θρησκευτικό δράμα του Κύκλου του Τσέστερ (Chester Mystery Plays), δείχνοντας πως η λέξη ήταν όρος που δήλωνε δυνατό σύνδεσμο. Τα θρησκευτικά δράματα ήταν το προϊόν προϊόντα μελών συντεχνιών, που δημιουργώντας και χρηματοδοτώντας τα προσπαθούσαν να ενισχύσουν την κοινωνική τους υπόσταση ως κομμάτι της τοπικής δομής εξουσίας. Έτσι, ήταν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν τις αναμενόμενες φόρμες συμπεριφοράς και να σατιρίσουν εκείνες που πρέπει να καταδικαστούν. Ήταν επικριτικά απέναντι στις δυνατές, ανεξάρτητες γυναίκες, και ιδιαίτερα για τη σχέση τους με τους συζύγους τους, τους οποίους – έλεγε το κατηγορητήριο – αγνοούσαν για χάρη των φιλενάδων τους. Όπως αναφέρει ο Thomas Wright στο A History of Domestic Manners and Sentiments in England During the Middle Ages (1862), τις παρουσίαζαν συχνά ως ζούσαν μια ξεχωριστή ζωή, συχνά «συγκεντρώνονταν με τις ‘φιλενάδες’ τους σε δημόσιες ταβέρνες να πιούν και να διασκεδάσουν».

Έτσι σε ένα θρησκευτικό δράμα στου Κύκλου του Τσέστερ που απεικονίζει το Νώε να παροτρύνει τους ανθρώπους και τα ζώα να μπουν στη Κιβωτό, η γυναίκα παρουσιάζεται να είναι στη ταβέρνα με την «παρέα» της και να αρνείται να φύγει όταν ο άντρας της την καλεί, ακόμη και καθώς τα νερά ανεβαίνουν, «εκτός και αν της επιτραπεί να πάρει την παρέα της μαζί της». Αυτές, όπως τις αναφέρει ο Wright, είναι τα λόγια που την ανάγκασε να εκφέρει (ο εμφανώς αρνητικός) συγγραφέας του δράματος:

Ναι, Κύριε, σήκωσε το πανί σου,

Και τράβα μπρος με το κακό χαλάζι,

Γιατί δίχως δισταγμό,

Δεν θα κουνήσω από αυτή τη πόλη,

Δίχως, την παρέα μου, όλες τους,

Ούτε ένα βήμα παραπέρα δε θα κάνω.

Μα τον Άγιο Ιωάννη, δε θα πνιγούν.

Και θα σώσω τις ζωές τους!

Μα το Χριστό, με αγαπούν βαθιά!

Άσε τες τώρα στο πλοίο σου,

Αλλιώτικα πήγαινε όπου θέλεις

Και βρες για σένα καινούρια νύφη.

Στο έργο η σκηνή τελειώνει με σωματικό καυγά στον οποίο η γυναίκα χτυπά τον άνδρα.

«Η ταβέρνα», τονίζει ο Wright, «ήταν το μέρος που οι γυναίκες των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων που συγκεντρώνονταν εκεί να πιούν και να κουτσομπολέψουν». Προσθέτει: «Οι συναντήσεις των γυναικείων παρεών στις ταβέρνες αποτελούν το αντικείμενο πολλών δημοφιλών τραγουδιών του δέκατου πέμπτου και δέκατου έκτου αιώνα, σε Αγγλία και Γαλλία». Ως παράδειγμα, παραθέτει ένα τραγούδι, πιθανώς από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα, που περιγράφει μια από αυτές τις συναντήσεις. Οι γυναίκες εδώ, «έχοντας συναντηθεί τυχαία», αποφασίζουν να πάνε «εκεί που το κρασί είναι καλύτερο», δυο δυο για να μη τραβήξουν τη προσοχή και εντοπιστούν από τους συζύγους τους. Μόλις φτάνουν, εξυμνούν το κρασί και παραπονιούνται για την οικογενειακή τους ζωή.  Μετά γυρίζουν σπίτι, από διαφορετικούς δρόμους, «λέγοντας στους συζύγους τους πως είχαν πάει στην εκκλησία».

Η λογοτεχνία των θρησκευτικών δραμάτων και των ηθικοπλαστικών έργων ανήκει σε μια περίοδο μετάβασης κατά την οποία οι γυναίκες διατηρούσαν ακόμη ένα σημαντικό βαθμό κοινωνικής δύναμης, αλλά η κοινωνική τους θέση στις αστικές περιοχές ήταν μπροστά σε όλο και μεγαλύτερη απειλή, καθώς οι συντεχνίες (που χρηματοδοτούσαν την παραγωγή των έργων) άρχισαν να τις αποκλείουν από τις τάξεις τους και να δημιουργούν νέα όρια μεταξύ του σπιτιού και του δημόσιου χώρου. Δεν αποτελεί έκπληξη έτσι, πως οι γυναίκες σε αυτά συχνά επιπλήττονταν και παρουσιάζονταν ως καβγατζούδες, επιθετικές, και έτοιμες να κάνουν πόλεμο με τους άντρες τους. τυπικό αυτής της τάσης ήταν η απεικόνιση της «μάχης για τα παντελόνια», όπου η γυναίκα απεικονίζεται ως η ισχυρή και η κυρίαρχη – μαστιγώνοντας τον άντρα της, καβαλώντας τον στη πλάτη, σε διάφορους ρόλους που ξεκάθαρο σκοπό είχαν να ντροπιάσουν τους άντρες που επέτρεπαν στις γυναίκες τους να είναι «από πάνω».

Αυτές οι σατιρικές παρουσιάσεις, εκφράσεις ενός όλο και μεγεθυνόμενου μισόγυνου αισθήματος, ήταν καταλυτικές στη πολιτική των συντεχνιών που προσπαθούσαν να γίνουν αποκλειστικά ανδρικοί χώροι. Η απεικόνιση όμως των γυναικών ως ισχυρές, αυτοκυρίαρχες φιγούρες, επίσης έδειχνε τη φύση των έμφυλων σχέσεων της περιόδου, γιατί ούτε στις αγροτικές, ούτε στις αστικές περιοχές οι γυναίκες βασίζονταν στους άνδρες για να επιβιώσουν· είχαν τις δικές τους δραστηριότητες και μοιράζονταν μεγάλο μέρος των ζωών και των εργασιών τους με άλλες γυναίκες. Οι γυναίκες συνεργάζονταν μεταξύ τους σε κάθε πτυχή της ζωής τους. Έραβαν και έπλεναν τα ρούχα τους, και γεννούσαν περιτριγυρισμένες από άλλες γυναίκες, με τους άντρες να είναι αυστηρά αποκλεισμένοι από το δωμάτιο που γεννούσε κάποια. Η νομική τους θέση αντικατόπτριζε  αυτή τη μεγαλύτερη αυτονομία. Στην Ιταλία κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα μπορούσαν ακόμη να παρουσιαστούν ανεξάρτητα στο δικαστήριο και να καταγγείλουν έναν άνδρα που τους επιτέθηκε ή τις κακοποίησε.

Μέχρι το δέκατο έκτο αιώνα, ωστόσο, η κοινωνική θέση των γυναικών είχε αρχίσει να εξασθενίζει,  με τη σάτιρα να ανοίγει το δρόμο σε αυτό που δίχως υπερβολή μπορεί να περιγραφεί ως πόλεμος στις γυναίκες, ιδιαίτερα των κατώτερων τάξεων, αντικατοπτρίζονταν στον αυξανόμενο αριθμό των επιθέσεων στις γυναίκες ως «γκρινιάρες» και καταπιεστικές σύζυγοι και ως κατηγορούμενες για μαγεία. Μαζί με αυτή την εξέλιξη, αρχίζουμε να βλέπουμε μια αλλαγή στο νόημα του κουτσομπολιού, όλο και περισσότερο ορίζοντάς το ως γυναίκες που συμμετέχουν σε ανούσιες κουβέντες.

Η παραδοσιακή έννοια παρέμενε. Το 1602, όταν ο Samuel Rowlands έγραψε το Tis Merrie When Gossips Meete, ένα σατιρικό έργο που περιγράφει τρεις γυναίκες στο Λονδίνο που περνούν ώρες στη ταβέρνα μιλώντας για άνδρες και γάμους, η λέξη χρησιμοποιούνταν ακόμη να δείξει γυναικείες φιλίες, υπονοώντας πως «οι γυναίκες μπορούσαν να δημιουργήσουν τα κοινωνικά τους δίκτυα και το δικό τους κοινωνικό χώρο» και να σταθούν απέναντι στην ανδρική εξουσία. Καθώς όμως προχωρούσε ο αιώνας, η αρνητική σημασία της λέξης έγινε η κυρίαρχη. Όπως αναφέρθηκε, αυτή η μεταμόρφωση πήγε χέρι με χέρι με την ενδυνάμωση της πατριαρχικής εξουσίας στην οικογένεια και τον αποκλεισμό των γυναικών από τις τέχνες και τις συντεχνίες, το οποίο, σε συνδυασμό με τη διεργασία των περιφράξεων, οδήγησε σε μια «θηλεοποίηση της ανέχειας». Με την παγίωση της οικογένειας και της ανδρικής εξουσίας μέσα σε αυτή, αντιπροσωπεύοντας τη κρατική εξουσία όσον αφορά τις συζύγους και τα παιδιά, και με την απώλεια της πρόσβασης σε προηγούμενα μέσα επιβίωσης, τόσο η γυναικεία δύναμη όσο και οι γυναικείες φιλίες υπονομεύτηκαν.

Έτσι, ενώ στον Ύστερο Μεσαίωνα μια γυναίκα μπορούσε να απεικονίζεται ακόμη ως να στέκεται απέναντι στον άνδρα της και ακόμη και να τον χτυπήσει, ως το τέλος του δέκατου έκτου αιώνα θα τιμωρούνταν αυστηρά για κάθε επίδειξη ανεξαρτησίας και κάθε αρνητική κριτική θα έκανε εναντίον του. Η υποταγή – όπως η λογοτεχνία της περιόδου τονίζει συνεχώς – ήταν το πρώτο καθήκον μιας γυναίκας, επεβεβλημένο από την Εκκλησία, το νόμο, τη κοινή γνώμη, και τελικά από τις σκληρές τιμωρίες που εισήχθησαν εναντίον των «γκρινιάρων», όπως το «χαλινάρι της γκρινιάρας» (scold’s bridle), μια σαδιστική συσκευή κατασκευασμένη από μέταλλο και δέρμα που μπορούσε να σκίσει τη γλώσσα της γυναίκας αν προσπαθούσε να μιλήσει. Ήταν ένα μεταλλικό πλαίσιο που περίκλειε το το κεφάλι της γυναίκας.

Ένα μικρό χαλινάρι περίπου πέντε εκατοστά σε μήκος και δυόμιση σε πλάτος πρόβαλε μέσα στο στόμα και πίεζε προς τα κάτω τη γλώσσα· συχνά ήταν διάτρητο με καρφιά έτσι ώστε αν η τιμωρημένη κουνούσε τη γλώσσα της προκαλούσε πόνο και έκανε την ομιλία αδύνατη.

Εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Σκωτία το 1567, αυτή η συσκευή βασανιστηρίων σχεδιάστηκε ως τιμωρία για τις γυναίκες των κατώτερων τάξεων που χαρακτηρίζονταν «πρήχτρες» ή «γκρινιάρες» ή ατίθασες, που συχνά ήταν ύποπτες για μαγεία. Σύζυγοι που αντιμετωπίζονταν ως μάγισσες, στρίγγλες, και γκρινιάρες αναγκάζονταν να το φοράνε κλειδωμένο γύρο από το κεφάλι τους. συχνά αποκαλούνταν το «χαλινάρι του κουτσομπολιού», μαρτυρώντας την αλλαγή στη σημασία του όρου. Με ένα τέτοιο πλαίσιο κλειδωμένο γύρω από το κεφάλι και το στόμα τους, εκείνες που κατηγορούνταν μπορούσε να διαπομπευτούν σε ολόκληρη τη πόλη σε μια σκληρή δημόσια ταπείνωση που πρέπει να τρομοκρατούσε όλες τις γυναίκες, δείχνοντας τι μπορούσε να περιμένει κάποια αν δεν παρέμενε υποταγμένη. Σημαντικό, στις Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποιούνταν για να ελέγχει τους σκλάβους, στη Βιρτζίνια μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα.

Ένα ακόμη μαρτύριο στο οποίο ανεξάρτητες/ατίθασες γυναίκες υποβάλλονταν ήταν το «σκαμνί κατάδυσης» (cucking ή ducking stool), επίσης χρησιμοποιούνταν ως τιμωρία για ιερόδουλες και για γυναίκες που λαμβάναν μέρος σε εξεγέρσεις ενάντια στις περιφράξεις. Ήταν ένα είδος καθίσματος στο οποίο δένονταν μια γυναίκα και «κάθονταν ώστε να βυθιστεί σε μια λίμνη ή ποτάμι». Σύμφωνα με τον D.E. Underdown, «μετά τα 1560 οι ενδείξεις της υιοθέτησης του αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται».

Οι γυναίκες επίσης κατέληγαν στα δικαστήρια και τιμωρούνταν με πρόστιμο για «γκρίνια», ενώ ιερείς στα κηρύγματα τους καταφέρονταν εναντίον των γλωσσών τους. Οι παντρεμένες  ιδιαίτερα, αναμένονταν να είναι σιωπηλές, «να υπακούν το σύζυγό τους δίχως αντιρρήσεις» και «στέκονται με δέος μπροστά τους». πάνω από όλα τους δίνονταν εντολές για να κάνουν τους συζύγους τους και τα σπίτια τους το επίκεντρο της προσοχής τους και να μη περνάνε την ώρα τους στο παράθυρο ή στη πόρτα. Ακόμη και αποτρέπονταν από το να επισκέπτονται συχνά τις οικογένειες τους μετά το γάμο τους, και πάνω από όλα να περνάνε χρόνο με τις γυναίκες φίλες τους. τότε, στα 1547, «εκδόθηκε ένα διάταγμα το οποίο απαγόρευε στις γυναίκες να συναντιούνται μεταξύ τους για να φλυαρούν και να συνομιλούν» και διέταζε τους συζύγους τους «να κρατάνε τις γυναίκες τους στα σπίτια τους». οι γυναικείες φιλίες ήταν ένας από τους στόχους των κυνηγιών μαγισσών, καθώς στη διάρκεια των δικών οι κατηγορούμενες γυναίκες με τη χρήση βασανιστηρίων εξαναγκάζονταν καταγγείλουν η μια την άλλη, φίλες να καταδίδουν φίλες, κόρες να καταδίδουν τις μητέρες τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν που το «κουτσομπολιό» μεταμορφώθηκε από μια λέξη φιλίας και στοργής σε μια λέξη υποτίμησης και εξευτελισμού. Ακόμη και όταν χρησιμοποιείται με το παλιότερο νόημα εμφάνιζε νέους συνειρμούς, εννοώντας στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα μια ανεπίσημη ομάδα γυναικών  που επέβαλλαν κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά με μέσα ιδιωτικής λογοκρισίας ή δημόσιων τελετών, δείχνοντας πως (όπως στη περίπτωση των μαμών) η συνεργασία των γυναικών είχε μπει στην υπηρεσία της διατήρησης της κοινωνικής τάξης.

Το κουτσομπολιό σήμερα σημαίνει ανεπίσημη συζήτηση, συχνά επιζήμια για εκείνους που είναι το αντικείμενό της. Είναι κυρίως συζήτηση που αντλεί ευχαρίστηση από την ανεύθυνη δυσφήμιση άλλων· είναι η κυκλοφορία πληροφοριών που δεν προορίζεται για το δημόσιο αυτί αλλά ικανών για τη καταστροφή της φήμης ανθρώπων, και είναι αναμφίβολα «γυναικεία κουβέντα».

Είναι οι γυναίκες που «κουτσομπολεύουν», μη έχοντας θεωρητικά τίποτα καλύτερο να κάνουν και έχοντας μικρότερη πρόσβαση στη πραγματική γνώση και πληροφορία και μια δομική ανικανότητα να δημιουργήσουν λογικές συζητήσεις, βασισμένες σε γεγονότα. Έτσι, το κουτσομπολιό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της υποτίμησης της προσωπικότητας και της εργασίας των γυναικών, ιδιαίτερα της οικιακής εργασίας, θεωρητικά το ιδανικό πεδίο πάνω στο οποίο ανθεί αυτή η πρακτική.

Αυτή η αντίληψη του «κουτσομπολιού», όπως έχουμε δει, γεννήθηκε σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Ιδωμένο από την οπτική άλλων πολιτισμικών παραδόσεων, αυτή η «ανούσια γυναικεία κουβέντα» θα μπορούσε να πρακτικά να εμφανίζεται εντελώς διαφορετική. Σε πολλά μέρη του κόσμου, οι γυναίκες ιστορικά αντιμετωπίζονται σαν τις  υφάντρες της μνήμης – εκείνες που κρατούν ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος και τις ιστορίες των κοινοτήτων, που τις μεταδίδουν  στις μελλοντικές γενιές, και κάνοντάς το αυτό, δημιουργούν  μια συλλογική ταυτότητα  και βαθιά αίσθηση συνοχής. Είναι επίσης εκείνες που μεταφέρουν στις επόμενες γενιές την συσσωρευμένη γνώση και σοφία – που αφορούν ιατρικές θεραπείες, τα προβλήματα της καρδιάς, και τη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ξεκινώντας από εκείνη των ανδρών. Το να χαρακτηρίζει όλη αυτή τη παραγωγή γνώσης «κουτσομπολιό» είναι κομμάτι της υποτίμησης των γυναικών – είναι η συνέχιση της δαιμονολογικής κατασκευής της στερεοτυπικής γυναίκας ως επιρρεπής στην κακία, με φθόνο για το πλούτο και τη δύναμη άλλων ανθρώπων, και έτοιμη να ακούσει πρόθυμα το διάβολο. Είναι με αυτό το τρόπο που οι γυναίκες έχουν φιμωθεί και ακόμη και σήμερα αποκλειστεί από πολλά μέρη που λαμβάνονται αποφάσεις, στερημένες από τη δυνατότητα να ορίσουν την δική τους εμπειρία, και αναγκασμένες να ανέχονται τις ανδρικές μισόγυνες ή εξιδανικευμένες απεικονίσεις τους. ανακτούμε όμως τη γνώση μας. Όπως το έθεσε πρόσφατα μια γυναίκα σε ένα συνέδριο πάνω στη σημασία της μαγείας, η μαγεία είναι: «Ξέρουμε πως γνωρίζουμε».

Σχολιάστε